Όταν ξυπνούσε τις νύχτες κατηύθυνε τον ύπνο του ξανά και ξανά στο κοιμητήριο του Ίνσμπρουκ, όπου ο διάφανος πάγος στο μαύρο μάρμαρο έφτανε ως τις ρωγμές των ανθρώπων που έπιναν ζεστή σοκολάτα στα καφέ κι οι θρεμμένες αυστριακές αγελάδες μουγκάνιζαν φάλτσα αναπολώντας μια τριφηλή άνοιξη.
Εκεί αναπαυόταν στη γαλήνη του χώματος ο ποιητής Γκέοργκ Τρακλ σφίγγοντας στην αριστερή παλάμη του μια τούφα από τα μαλλιά της αδερφής του.
Η δική του γαλήνη, στο μεσοΰπνι του δηλαδή, γινόταν τότε απόλυτη καθώς ένας προϊστορικός σκαραβαίος διέτρεχε τα σαγόνια του αναζητώντας σημείο εισόδου ή έστω εκδορές στο δέρμα από έκζεμα ή ψωρίαση, συνηθισμένα δερματικά νοσήματα σχεδόν αθεράπευτα και βασανιστικά για μια εποχή δίχως την πολυτέλεια της αντιβίωσης.
Πιο κει ένα σύνταγμα πεζικού άλλαζε τον ρου του ποταμού με αδιάβροχα φουρνέλα κι ο ιδρώς των ανδρών το κρύο απεμπολούσε.
Εκεί, στην αριστερή όχθη, καθόταν κι ο ποιητής Πάουλ Τσέλαν και στην τραγιάσκα του, που φορούσε ασύμμετρα σαν στρατιωτικό δίκοχο, έπλεαν ορισμένα γεωμετρικά μοτίβα το ίδιο κανονικά και προβλεπόμενα με την απρόβλεπτη ζωή.
Κι ένα άλμα στο κενό τον χώριζε από το να επιστρέψει στη δυνητική πατρίδα του που ήταν τα νερά τού Σηκουάνα, ή τα παγωμένα πεζοδρόμια της Rue st Dennis, καθώς τον σάρωνε ο βοριάς κι από τα ανατολικά άρχιζε να ξημερώνει ένας καινούργιος πόλεμος._
ΚΛ – 23/11/2022 – σειρά Ενσταντανέ
photo by SimonRei, https://pixabay.com
















































