Καιροί που πέρασαν μετρώντας ασημένια φεγγάρια και άστρα που ξεχάστηκαν στα μπαλκόνια του ονείρου παρέα με τα γιασεμιά. Ένα κοχύλι η μνήμη γεμάτο από εκείνα τα λάφυρα τού καλοκαιριού που μαζεύαμε στις έρημες ακτές και νομίζαμε πως μόνο εμείς είχαμε σταθεί τόσο τυχεροί στην ανακάλυψή τους.
Συλλαβίζω λέξεις και μαζί μ’ αυτές συλλαβίζω και παπαρούνες, κατακόκκινες παπαρούνες, αυτές με το μαύρο σταυρό στην καρδιά κι έτσι ζωντανεύουν οι εικόνες και οι θύμησες του παλιού καιρού.
Η παιδική ηλικία είναι ο χώρος και ο χρόνος που όλα μας φαίνονται συναρπαστικά. Τρεμουλιάζουν τα φυλλοκάρδια, μα όχι από αγωνία. Τις περισσότερες φορές αιτία γίνεται το πρωτόγνωρο, ο ενθουσιασμός, ένας πορτοκαλί ήλιος που μπαίνει από το τζάμι και ανοίγει στο μαυροπίνακα καινούριους χάρτες και προορισμούς στη γεωγραφία της αγάπης. Αποξεχνιέμαι σε δρόμους γνώριμους χωρίς φόβο, όπου η σκέψη και τα αισθήματα συμπορεύτηκαν με την αθωότητα του παιδιού που υπήρξα κάποτε.
Ανοίγω το ξύλινο κουτί με τις χάντρες και τα χρωματιστά γυαλιά, θραύσματα, θύμησες τού παρελθόντος, μπλε βαθύ, κίτρινο, κόκκινο και θαλασσί και πράσινο και λευκό. Τα σηκώνω στην πρώτη ηλιαχτίδα αργά-αργά, ιεροτελεστία μυστική, ο τρόπος που μού δίδαξε η δασκάλα, για να καλώ τα θαύματα στο φως. Και χαμογελώ συγκρατημένα, μα χαμογελώ. Νομίζω πως από κάπου με προσέχει, από κάπου σηκώνει τα μάτια και με κοιτάζει πάντα με αγάπη. Νιώθω το βλέμμα της απαλό να χαϊδεύει ακόμη το πρόσωπό μου, γι’ αυτό συνεχίζω να ονειρεύομαι πράγματα χρωματιστά και παραμυθένια. Αυτό το βλέμμα καταφέρνει να τρέφει ακόμη την ονειροφαντασία μου.
«Όλα τα θαύματα παιδιά αρχίζουν με ένα χαμόγελο», υποστήριζε με πάθος και με την κιμωλία ζωγράφιζε στον πίνακα μια φατσούλα σαν τηγανίτα με ένα τεράστιο χαμόγελο ίσαμε τα αυτιά.
Απόψε, είναι αλήθεια, ανταριάστηκα από έναν εφιάλτη. Νόμιζα πως μού ’κοψαν την ανάσα. Δεν ξέρω γιατί, μού φάνηκε όμως πως μέσα μου νύχτωνε περισσότερο απ’ ό,τι έξω. Κι από την άλλη φύσαγε η Όστρια για να με ξυπνήσει και μού ’φερνε ανάσες και μυρωδιές γνώριμες, ώσπου σηκώθηκε ένα αλαφρό ζεστό αεράκι στην ψυχή και η σκέψη γύρισε βουρκωμένη μεν αλλά λυτρωμένη στο μαξιλάρι.
Κατά τη συνήθεια μου, τα είπα πρωί-πρωί στο γιασεμί. «Είναι φορές που χωρίς αφορμή… », ακούω στο ραδιόφωνο -το αγαπώ το ραδιόφωνο- , στίχοι του Μιχάλη Γκανά και μουσική του Παναγιώτη Καλαντζόπουλου με τη φωνή της Έλλης Πασπαλά. Πήρα και δυο τρεις βαθιές ανάσες, πέρασε ο φρέσκος αέρας του Ιονίου από τα βαριά και τα σκονισμένα της ζωής τα παραμέρισε, ήρθε ξανά η χαρά λευτερώθηκα.
Και μαζί της κοίτα, κοίτα γέμισε η αυλή πεταλούδες!

Νάτη, νάτην, εκεί στο μεγάλο πράσινο παράθυρο, αυτό με το γιασεμί από τη μια και τη μηλιά από την άλλη, εκεί είναι η δασκάλα, η κυρία Αντιγόνη… Μιλάει. Οι λέξεις, οι πρώτες λέξεις του αναγνωστικού αποκτούν φτερά, πετούν παντού και μέσα σου. Μπορείς να δεις αυτά που λέει σαν μια ζωγραφιά από μακριά.
Φοράς τα καλά σου! Την είδες; Περικυκλωμένη από μπλε ποδιές. Είναι χαρούμενη. Η χαρά των παιδιών την κάνει πιο όμορφη. Την βλέπεις τώρα; Όχι εκεί που κοιτάζεις. Γύρνα το κεφάλι από την άλλη πλευρά, εκεί που γέρνουν οι ψυχές, εκεί που ακόμη είναι χτες, εκεί που φέγγει η αγάπη.
Νάτη ξανά, κινείται συνέχεια, έτσι κάνει, δεν στέκεται σε μια μεριά, τώρα πηγαίνει προς την έδρα… Άκου τι λέει,: «το ανάστημά σας να το νιώθετε μέσα σας, εκεί κάποιοι ψηλώνουν περισσότερο!»
Τώρα την βλέπεις καθαρά. Ανοίγει την τσάντα της. Για να δούμε πόσα μήλα έχει κρυμμένα, σε πόσες φέτες θα τα κόψει και σε ποιόν θα δώσει τα πέντε κουκούτσια, τέσσερα για τα σημεία του ορίζοντα και ένα για το σημάδι της αγάπης!
«Μα γιατί δεν μπορείς να την δεις… Κρίμα!» Απορώ ξαφνιασμένη χωρίς να ξέρω σε ποιόν απευθύνομαι. Δεν πειράζει. Θα γυρίσω πίσω από το χρόνο μόνη μου.
Είναι η κυρία Αντιγόνη, αυτή η καταπληκτική γυναίκα που σού έχω πει χίλιες και οκτώ φορές, τώρα έχει γυρίσει και κοιτάζει με παράπονο τα άδεια θρανία. Είναι η δασκάλα μου!
Άδεια πράσινα θρανία; Δες, έχουν και μελανοδοχείο στη μέση και πέννα και τετράδιο καλλιγραφίας με διπλές γραμμές για τα μικρά και τα κεφαλαία γράμματα! Το σχολείο τόσο ίδιο, μα και τόσο διαφορετικό. Μόνο οι αναμνήσεις δεν έχουν αλλάξει.
Να εκεί, στο διπλανό παράθυρο στέκεται όρθιο ένα ψηλό, λυγερόκορμο αγόρι. Τα μαλλιά του είναι καστανά. Και τα μάτια του έχουν κάτι από μέλι. Δείχνει πολύ σοβαρό. Τα χείλη του κόκκινα σαν ρόδι. Τι όμορφο μέσα στο κοστούμι του! Δεν έχω ξαναδεί παιδί με κοστούμι, ποτέ. Μού κάνει εντύπωση. Κουμπώνει και ξεκουμπώνει τα χρυσά κουμπιά στο σακάκι του, ξανά και ξανά, ίσως από βαριεστιμάρα ή έτσι απλά για να περάσει η ώρα. Μα πότε μπήκε μέσα στην τάξη μας; Κάποιον περιμένει. Ποιόν άραγε; Τη μητέρα του! Α! Η μητέρα του, από ό,τι φαίνεται είναι φίλη της δασκάλας! Εκείνες κοιτάζονται μεταξύ τους και μιλάνε καθισμένες δίπλα -δίπλα στην έδρα, όπως οι καλές φιλενάδες. Και εμείς γράφουμε και μιλάμε μεταξύ μας. Όταν έχουμε καλλιγραφία επιτρέπεται να μιλάμε σιγανά. Το αγόρι πάλι δεν μιλάει με κανέναν. Κάθομαι στο πρώτο θρανίο. Με κοιτάζει με την άκρη τού ματιού του που γράφω, φυσικά πολύ αδέξια με την πέννα στα πρώτα μου μαθήματα. Γελάει, διακριτικά μεν αλλά γελάει. Ίσως γιατί τα χέρια μου έχουν γεμίσει μελάνι. Το γλωσσίδι της πέννας φταίει που πάει κι έρχεται τρέμοντας πάνω στο χαρτί. Συνεχίζει να γελάει. Ίσως γιατί δείχνω αστεία με τα γυαλιά μου; Ίσως γιατί κουνάω τα πόδια μου κάτω από το θρανίο αγγίζοντας τους αστραγάλους; Ίσως γιατί… Ω, δε βαριέσαι! Δεν με πειράζει πάντως που γελάει. Δεν είναι συνομήλικός μου, όχι. Είναι λίγο μεγαλύτερος. Εκείνος, θα κάνει πολύ ωραία γράμματα σκέφτομαι κρίνοντας από τα χαρακτηριστικά και το παράστημά του. Η περιέργεια φουντώνει. Τού ρίχνω και η ίδια κλεφτές ματιές. Κι ύστερα, μια σουσουράδα που κάθισε έξω από το τζάμι, μια κίνηση αφηρημάδας, ένας ήχος που δεν έχω ξανακούσει, μέσα μου, πάνω στο θρανίο; Δεν ξέρω. Έγιναν όλα τόσο γρήγορα. Γέρνει το μελανοδοχείο πρώτα μέσα στο αυλάκι, στο λούκι που έχει πάνω – πάνω το θρανίο για να τοποθετούμε το μολύβι και τη γόμα, και μετά στάλα – στάλα στο τετράδιο. Τρέχει να βοηθήσει. Τώρα δεν γελάει. Κάνω στην άκρη. Μαζεύει το μελάνι με το μαντήλι του. Κάποιες πιτσιλιές έχουν πέσει και στα δικά του χέρια. «Όμως δεν λυπήθηκε το μαντήλι του», επισημαίνω τη γενναιοδωρία και τού κλέβω ένα αληθινό, γεμάτο καλοσύνη χαμόγελο. Την ίδια στιγμή χτυπά το κουδούνι για διάλειμμα. Κάνω να φύγω, μα κοντοστέκομαι. Η μητέρα του είναι με την κυρία Αντιγόνη στην πόρτα. Το κουδούνι χτυπά δεύτερη φορά. Αδειάζει η τάξη. «Ποιός είσαι;» Προλαβαίνω να ρωτήσω πριν ακολουθήσω τα παιδιά στην αυλή και λίγο πριν ανταποκριθεί στο κάλεσμα της μητέρας του και φύγει. Χαμογελάω και τώρα με την ενθύμηση εκείνης της απάντησης. «Είμαι ο σοφός Χουρδέσιος, αν με χρειαστείς… », έτσι είχε πει με μιαν επισημότητα, μ’ ένα ύφος μεγαλείου αλλά τόσο, τόσο σεμνά. Οι άκριες των χεριών αγγίχτηκαν για μια μόνο στιγμή ή για μιαν αιωνιότητα… «Ευχαριστώ», ίσα που το ψιθύρισα. Η σκέψη μου είχε κρεμαστεί σ’ εκείνο το άγγιγμα, στ’ ακροδάχτυλα. «Ο σοφός Χουρδέσιος από τη Νεάπολη!» Το σκεφτόμουν και το ξανασκεφτόμουν μέρες πολλές θαυμάζοντας τη σιγουριά του.
«Της σιγουριάς τα υλικά είναι λόγια γλυκά…», τραγουδά, σε στίχους Λίνας Νικολακοπούλου και μουσική Σταμάτη Κραουνάκη, η Άλκηστις Πρωτοψάλτη στο ραδιόφωνο και με επαναφέρει προσωρινά από την αναπόληση.
Η μνήμη δεν είναι άβατη πόλη, δεν έχει φρουρούς να με σταματήσουν στην πύλη, δεν έχει ακατάλληλες ώρες και κυρίως, δεν παρεμβάλλονται σκοτεινοί τοίχοι. Η σκέψη με εφοδιάζει με κάρτα ελευθέρας. Δεν φοβάμαι πως θα χαθώ και δεν θα ξέρω να επιστρέψω. Δεν με πιάνει απελπισία να βιαστώ. Όχι. Όλα συνεχίζουν να υπάρχουν ως καινούρια όμως εμπειρία στην ωριμότητά μου. Έχω κρατήσει φυσιογνωμίες, διατηρώ τις μορφές με μιαν αυθεντικότητα, τις συμμαθήτριες τις αναγνωρίζω από τις πλεξούδες και τα σοσόνια, τους συμμαθητές από τα πειράγματα και τα χοντρά πανωφόρια, τη δασκάλα ακόμα κι από τον ψίθυρο στο πέρασμα του απόσπερου ανέμου. Οι φωνές επιστρέφουν ύστερα από χρόνια σαν αντήχηση.
Στρέφω το βλέμμα αριστερά και δεξιά και μετά κατευθείαν στο βαθύ του χρόνου, εκεί με καλούν οι σάλπιγγες που ηχούν. Βρίσκομαι στους ίδιους δρόμους, κάτω από τα ίδια δέντρα, στις ίδιες γειτονιές και αυλές, με τους ίδιους ανθρώπους, θαρρείς κάποιοι δεν έφυγαν ποτέ. Μετρώ τις μέρες, όλες γεμάτες παρουσίες, μετρώ τις νύχτες όλες φορτωμένες φεγγάρια και όνειρα. Μετρώ τα γράμματα, μόνο είκοσι τέσσερα, τα κάνω προσευχή, τους αριθμούς δεν τους αγαπώ τόσο…
Τρέμουν οι βαριές κουρτίνες. Τις φυσά ο άνεμος από τη χαραμάδα της μνήμης. Τρέμει και η καρδιά, ψαράκι έξω απ’ το νερό. Τα μάτια κόκκινα από τη συγκίνηση κι ύστερα βροχή, ψιχάλες και δάκρυα. Πόση περιπλάνηση, πόση ομορφιά!
Πόσα χρόνια έχουν περάσει από τότε κι ακόμα έρχεται στη σκέψη μου κι ας μην είμαι παιδί. Όταν σκύβει και ψιθυρίζει τ’ όνομά μου όλα τ’ άλλα σωπαίνουν. Τότε φτάνει και η νεράιδα η Ακριμάτιστη απ’ το πουθενά κι απ’ το σκοτάδι κι από τ’ ακύμαντα νερά και φέρνει τα γραμμένα και τ’ άγραφτα με τη βάρκα της. Και βιάζομαι τόσο να μάθω!
«Μα πώς θα μάθεις το γραμμένο σου, αν δεν μάθεις πρώτα να συλλαβίζεις και μετά να διαβάζεις;», Ρωτά η δασκάλα και πιάνει το αλφαβητάρι από την αρχή.
«Δεν θέλω το γραμμένο, μού αρέσει το άγραφτο», της λέω συνωμοτικά στο αυτί, «το άγραφτο θα το γράψω με το δικό μου χέρι» και ανοίγω το τετράδιο της καλλιγραφίας, όπως τότε, περιμένοντας να μού βάλει άριστα οκτώ, οκτώ όχι δέκα. Για εμένα, άριστα είναι μόνο το οκτώ. Αυτό μού ταιριάζει. Μού αρέσουν οι κύκλοι του, δυο κόσμοι αλλιώτικοι που κάπου συναντώνται, ο δικός μου και των άλλων.
Συνεχίζεται
Αύριο, εν ονόματι της αγάπης
Ζωή Δικταίου















































