ΕΚΕΙΝΟ ΤΟ ΚΛΑΜΑ ΜΕ ΚΥΝΗΓΑΕΙ ΑΚΟΜΑ. Θρηνολόγημα χορδής , ένας σπαραχτικός, βραχνιασμένος ήχος από μια χορδή. Το μωρό της απόγνωσής μου. Το βιολί κλαίει ακόμα και στον ύπνο μου και στο όνειρο. Ο κοιτώνας μου ήταν από αναφιλητά. Το απόγευμα είχε δάκρυα στα μάτια. Σπασμένα ήταν και τα φτερά των χελιδονιών που σύχναζαν στη βεράντα μου. Ένα απόγευμα με σπασμένα φτερά. Αγωνίες, ρίγη και υποψίες ορμούσαν καταπάνω μου, φρικιαστικό σμήνος από έντομα που με βασάνιζαν εφιαλτικά.
Ο δάσκαλος, που τότε με πλησίαζε χαϊδεύοντας το λευκό μου χέρι, θαυμάζοντας τους αρμονικούς ήχους του βιολιού μου, τώρα με κοίταζε καχύποπτα. Εκείνη η εικόνα δεν χωρούσε στα γουρλωμένα μου μάτια. Το βιολί σπασμένο, το βιολί νεκρό μέσα στο μαύρο κουτί, μέσα στο κιβούρι του. Τα μάτια της αγάπης μου δεν μπορούσαν να σηκώσουν ένα φέρετρο. Βάρος αόριστο, ασήκωτο.
Το βιολί, που το είχα κόρη οφθαλμού, ήταν σπασμένο. Κι έπαιρνε διαστάσεις χαλασμού μέσα στα κλαμένα μου μάτια. Το ένα χέρι μου παράλυτο στον αέρα και το άλλο έτρεμε πάνω στο δοξάρι. Η καρδιά μου, σταματημένη σ’ έναν σπαραγμό. Και η αυστηρή φωνή του δάσκαλου: «Πώς μπόρεσες να το κάνεις αυτό; Τι έγινε όλη η αφοσίωση και η αγάπη σου για το βιολί;».
Δεν μπορούσα ν’ αντέξω άλλο. Μέσα μου γούργιαζα. Τα αναφιλητά είχαν σταματήσει όλα στο λαρύγγι μου. Άνοιξα την πόρτα της τάξης και κατρακύλησα τα σκαλιά ορμητικά, σαν ένα κουβάρι απόγνωσης, χωρίς να βλέπω τίποτα μπροστά μου. Πίσω μου με κυνηγούσαν οι ενοχές. Οι Ερινύες με καταδιώκανε παντού. Τα δέντρα του δρόμου ορμούσαν κατά πάνω μου. Τα βλέμματα των περαστικών με συνόδευαν παράξενα. Ενώ εκείνη η χορδή σπαραγμένος θρήνος έμοιαζε απαρηγόρητος. Δεν θυμάμαι πόσο κράτησε αυτή η κατάσταση.
Ένα πρωί, ο δάσκαλος του βιολιού μού ’κοψε τον δρόμο μ’ ένα φαρδύ χαμόγελο πάνω στο πρόσωπό του. Λοξοδρόμησα, προσπάθησα να του ξεφύγω. Δεν το κατάφερα. Το χέρι που γνώριζε άριστα την αρμονία, με χάιδευε τώρα ξανά στοργικά.
Δεν ξέρω πόσος χρόνος είχε περάσει. Το κιβούρι του βιολιού συνέχιζε να βαραίνει πάνω στους λιγνούς μου ώμους. Ο χρόνος της παιδικής ηλικίας τρέχει σαν χείμαρρος και δεν φεύγει ποτέ. Μαζεύει το κουβάρι της ενοχής, του δίνει διαστάσεις και το ρίχνει μπροστά στα πόδια σου. Οι ενοχές μου ήταν από τεντωμένες χορδές που τυλίγονταν και ξετυλίγονταν γύρω από το σώμα μου, όσο μελάνιαζε η σάρκα και βούρκωναν τα μάτια μου. Μονόχορδο βιολί της απόγνωσης. Η καταστροφή έμοιαζε συμπαντική.
Ούτε η γλυκιά φωνή του δάσκαλου – σαν αύρα λουλουδιών – δεν μπορούσε να μειώσει τον πόνο εκείνης της καταστροφής. «Βρήκαμε ποιος έσπασε το βιολί σου. Έλα αύριο το απόγευμα στο Μέγαρο, θα σου δώσω ένα καινούργιο. Το καλύτερο. Οι χορδές του κελαηδούν σαν τ’ αηδόνια. Σε πόνεσε, ξέρω, το αγαπάς πολύ. Απολογούμαι. Συγνώμη.»
Δεν πήγα ποτέ. Δεν άγγιξα ποτέ άλλο βιολί. Όσες φορές ακούω ήχους βιολιού, το σπασμένο βιολί, το αγαπημένο κελαηδιστό πουλί των παιδικών ονείρων ξυπνάει μέσα μου αρχίζοντας το παράπονο. Ένας βασανιστικός λυγμός που δεν λέει να κοπάσει.
photo EyeEm, Image license by freepik.com
















































