Ξεχνάς το πέρασμα στο Φως
και σαν θλιμένος αδελφός
σε μια γωνιά θυμάσαι,
εκεί που πρόφτασες να δείς
τον Ήλιο που θα ξαναδείς
στον ύπνο που κοιμάσαι.
Δεν λές τ’ αγέρι αν μπορεί
αργά να σε παρηγορεί
και να σε προστατεύει,
την ώρα που εσύ γελάς
και τον εχθρό σου προσκυνάς
την γή σου αυτός γυρεύει.
Κάνεις ευχή γονατιστός
για να σωθείς και γελαστός
να βγείς απ’ το σκοτάδι,
μα είσαι αδύναμος γιατί
είναι μεγάλη η σιωπή
που χάνεται στο βράδυ.
Νωρίς σε θέλει ο λογισμός
να γίνεται λογαριασμός
στην άκρη κάποιας σκέψης,
μα δεν σε πρόλαβε το Φως
ούτε ο θλιμένος αδελφός
ελπίδα να αγναντέψεις.
Και τώρα κάθισες στη γή
να επουλώσεις την πληγή
στον αιώνα που ματώνει,
και να ανταμώσεις το κενό
στον μαυρισμένο ουρανό
που την ψυχή σου λειώνει…