Γνώριμα μέρη στα ιερά μας σαν ένα δίχτυ,
πλαγιές γερμένες πλατάνια μόνα μες τις ελιές,
όνειρα γκρίζα που ζωγραφίστηκαν απ’ το ξενύχτι
μικρές ανάσες στις ξεχασμένες σου τις ρεματιές.
Βήμα με βήμα μετράς το χρόνο στην ανηφόρα
κέντρο του κόσμου είναι τα μάτια που σε κοιτούν,
λες και χορέψανε τη νύχτα οι θύμησες με λίγη φόρα
που σαν το ηλιόφωτο κάπου ξεκίνησαν να σε μισούν.
Κόσμε παράξενε αυτό το πέρασμα πώς με θυμώνει
για να περάσω πρέπει να βρώ μια απανεμιά,
μα δεν χωράει εκείνη η αίσθηση που με πληγώνει
και γω πλανιέμαι και πάλι μόνος μου στην ερημιά.
Τέταρτη ώρα κι η ανάσα βγαίνει σαν χελιδόνι
και εσύ περίμενε μου λές ακόμη για να σκεφτώ,
μα η φωλιά του που στέκει στέρεη σ’ένα μπαλκόνι
δεν με χωράει όσο κι αν θέλησα να σου κρυφτώ.
Πόσο παράξενη η νύχτα στέκεται στο περιγιάλι
και συμερίζεται την άγρια σκέψη μου στην πλατωσιά
σαν άγριο όνειρο που από την πλάτη μου θέλει να βγάλει
μαχαίρι που έμπηξες τότε που έγινε η μοιρασιά