Το τρίτο μέρος του άρθρου της Χριστίνας Βάζου.
O Ισπανοαμερικανικός Πόλεμος
Ο Ισπανοαμερικανικός πόλεμος ξεκίνησε τον Απρίλιο του 1898 και έληξε στις 13 Αυγούστου του 1898. Οι σχέσεις των δυο κρατών ήταν τεταμένες εξαιτίας της Κούβας, ένα νησί που απέχει περίπου 144 χλμ. από την Φλόριντα των ΗΠΑ. Η Κούβα ήταν αποικία της Ισπανίας και είχαν γίνει αρκετές προσπάθειες από την μεριά του νησιού να ανεξαρτητοποιηθεί από την αποικιοκρατική δύναμη. Μια ακόμη εξέγερση το 1895 οδήγησε τους Ισπανούς να στείλουν τον στρατηγό Weyler, ο οποίος ήταν γνωστός και ως «Χασάπης», για να καταπνίξει την εξέγερση.
Όπως ήταν αναμενόμενο, οι τακτικές του Weyler ήταν εξαιρετικά σκληρές. Ο στρατός σκότωσε ζώα τα οποία είχαν οι πολίτες για να τραφούν και έκαψε τα χωράφια σε μια προσπάθεια να λιμοκτονήσει τους επαναστάτες και κατ’ επέκταση να παραδοθούν. Σάρωσε όλη τη χώρα στην προσπάθεια του να περιορίσει τις επαναστάσεις και μετέτρεψε διάφορες πόλεις στην Κούβα σε προστατευόμενες ζώνες, μια παρόμοια τακτική με αυτή που χρησιμοποιήθηκε στον πόλεμο στο Βιετνάμ με την ονομασία Στρατηγικό Πρόγραμμα Άμλετ. Σκοπός ήταν ο περιορισμός του τοπικού πληθυσμού ώστε να μην έχουν επικοινωνία με τους επαναστάτες.
Όλα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα να πεθάνουν χιλιάδες Κουβανοί. Έτσι, το μίσος προς την Ισπανία αυξήθηκε και επιπλέον προκλήθηκε ένα κύμα οργής στην γειτονική Αμερική. Μια σημαντική αφορμή για την έναρξη του πολέμου ανάμεσα στην Ισπανία και στην Αμερική ήταν η πεποίθηση που δημιουργήθηκε στον αμερικανικό λαό ότι στην Κούβα γινόντουσαν τρομερά εγκλήματα. Για αυτό το λόγο υπήρχαν πολλοί Αμερικανοί που προσφέρθηκαν εθελοντικά να πολεμήσουν. Οι πολίτες στις ΗΠΑ ενημερωνόντουσαν καθημερινά για το τι συνέβαινε στην Κούβα από τις εφημερίδες. Όλες αυτές οι πληροφορίες προκάλεσαν την οργή του λαού. Τον Νοέμβριο του 1896 εκλέχτηκε Πρόεδρος των ΗΠΑ ο Ουίλλιαμ ΜακΚίνλεϊ με βασικό μέρος της προεκλογικής του εκστρατείας την υπόσχεση ότι θα απελευθερώσει τον λαό της Κούβας.
Οι διαπραγματεύσεις ξεκίνησαν ανάμεσα στην Ισπανία και στην Αμερική με σκοπό την βελτίωση των συνθηκών στο νησί. Δυστυχώς όμως σταμάτησαν όταν στάλθηκε ένα γράμμα από τον Ισπανό πρέσβη μέσα στο οποίο δεν εκφραζόταν με τον δέοντα σεβασμό προς τον Προέδρο ΜακΚίνλεϊ. Το γράμμα αυτό δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “New York Journal” τον Φεβρουάριο του 1898. Τον ίδιο μήνα συνέβη ένα σοβαρό περιστατικό το οποίο ήταν και η αφορμή να ξεσπάσει ο πόλεμος.
Οι Αμερικάνοι είχαν στείλει ένα πολεμικό πλοίο, το U.S.S. Maine, για να προστατέψουν τα συμφέροντα των ΗΠΑ στην Κούβα. Στις 15 Φεβρουαρίου έγινε μια έκρηξη πάνω στο πλοίο, στο λιμάνι της Αβάνας και απεβίωσαν 260 Αμερικανοί ναύτες. Η αιτία της έκρηξης δεν εξακριβώθηκε ποτέ, αλλά οι εφημερίδες της εποχής έριξαν το φταίξιμο στην Ισπανία και ζητούσαν να γίνει πόλεμος, κάτι το οποίο έγινε ευρέως αποδεκτό από τον αμερικανικό λαό και τους πολιτικούς.
Καίριο ρόλο σε αυτόν τον πόλεμο έπαιξε ο Βοηθός Γραμματέα του Ναυτικού Θεόδωρος Ρούζβελτ ο οποίο είχε ήδη ξεκινήσει την προετοιμασία για το ενδεχόμενο πολέμου με την Ισπανία. Έθεσε τον Ναύαρχο Τζορτζ Ντιούι υπεύθυνο του Στόλου στον Ειρηνικό ωκεανό με εντολές να εμποδίσει ή να επιτεθεί στον ισπανικό στόλο που βρίσκονταν στις Φιλιππίνες σε περίπτωση που ξεσπούσε πόλεμος με την Ισπανία.
Στις 25 Απριλίου του 1898 έγινε η επίσημη δήλωση πολέμου ανάμεσα στην Ισπανία και στις ΗΠΑ. Μέσα σε λίγε μέρες, ο Ναύαρχος Τζορτζ Ντιούι κατάφερε να βουλιάξει όλα τα πλοία του ναυτικού της Ισπανίας κερδίζοντας τη Μάχη του Κόλπου της Μανίλα.. Ο Στρατηγός Γουίλιαμ Ρούφους Σάφτερ ήταν επικεφαλής μιας δύναμης 17.000 στρατιωτών συμπεριλαμβανομένων και των εθελοντών. Μέχρι εκείνη τη χρονική στιγμή, αυτή ήταν η μεγαλύτερη στρατιωτική αποστολή των ΗΠΑ σε ξένο έδαφος.
Στις 7 Μαΐου του 1898, το USS McCulloch, ένα αμερικανικό σκάφος αποστολής, έφτασε στο Χονγκ Κόνγκ από τη Μανίλα με νέα για τη Νίκη του Ντιούι. Ο Aguinaldo είχε μόλις επιστρέψει στο Χονγκ Κόνγκ από τη Σιγκαπούρη και περίμενε να τον μεταφέρουν οι Αμερικανοί στη Μανίλα. Ο Aguinaldo έφτασε στον Κόλπο της Μανίλα στις 19 Μαΐου. Αρκετοί επαναστάτες, όπως επίσης και Φιλιππινέζοι στρατιώτες που υπηρετούσαν στον ισπανικό στρατό πήγαν με το μέρος του Aguinaldo.
Έπειτα από μια σύντομη συνάντηση με τον Ντιούι, ο Aguinaldo συνέχισε τις επαναστατικές του δράσεις ενάντια στους Ισπανούς. Στις 24 Μαΐου εξέδωσε μια διακήρυξή κατά την οποία ανέλαβε την διοίκηση όλων των στρατιωτικών δυνάμεων των Φιλιππίνων και ανακοίνωσε την πρόθεση του να ιδρύσει μια δικτατορική κυβέρνηση στην οποία θα ήταν ο ίδιος δικτάτορας με σκοπό να προετοιμάσει το έδαφος για έναν δημοκρατικά εκλεγμένο Πρόεδρο.
Στη Μάχη της Αλαπάν που διεξήχθη στις 28 Μαΐου του 1898, ο Aguinaldo κατάφερε να ρίξει το τελευταίο οχυρό της Ισπανικής Αυτοκρατορίας στην Cavite έχοντας λάβει ενισχύσεις περίπου 12.000 ανδρών. Αυτή ήταν η μάχη που απελευθέρωσε τη Cavite από τον ισπανικό αποικιακό έλεγχο και η πρώτη φορά που η σύγχρονη σημαία των Φιλιππίνων κυμάτισε στη χώρα.
Τον Ιούνιο, οι αμερικανικές στρατιωτικές δυνάμεις εισέβαλλαν στην Κούβα, κοντά στο Σαντιάγο. Οι μάχες ξεκίνησαν, με τις ισπανικές δυνάμεις να μην αποτελούν μεγάλη πρόκληση για τους Αμερικάνους. Οι πιο σημαντικές μάχες δόθηκαν την 1η Ιουλίου. Η μάχη του Σαν Χουάν Χιλ, γνωστή και ως Μάχη για τα ύψη του Σαν Χουάν είχε ως αποτέλεσμα την νίκη των αμερικανικών δυνάμεων. Λίγες μέρες μετά, σημειώθηκε μια ακόμη σημαντική νίκη για τις ΗΠΑ όταν ο αμερικανικός στόλος κατέστρεψε τον ισπανικό στόλο στην Καραϊβική.
Τον ίδιο μήνα, το νησί Λουζόν το οποίο είναι το μεγαλύτερο νησί στις Φιλιππίνες, ήταν υπό τον έλεγχο των Φιλιππινέζων. Τα μόνα μέρη που δεν έλεγχαν οι Φιλιππινέζοι ήταν η Μανίλα και το λιμάνι της πόλης Cavite Οι επαναστάτες πολιορκούσαν τη Μανίλα διακόπτοντας την παροχή τροφής και νερού στην περιοχή. Με το μεγαλύτερο μέρος του αρχιπελάγους υπό τον έλεγχό του, ο Aguinaldo αποφάσισε ότι ήταν καιρός να ιδρύσει την δικτατορική κυβέρνηση των Φιλιππίνων. Στις 12 Ιουνίου του 1898, ο Aguinaldo κήρυξε την ανεξαρτησία των Φιλιππίνων. Ο δικηγόρος Ambrosio Rianzares Bautista συνέταξε την Διακήρυξη Ανεξαρτησίας των Φιλιππίνων στα ισπανικά. Στις 18 Ιουνίου, ο Aguinaldo εξέδωσε ένα διάταγμα με το οποίο ιδρύθηκε επίσημα η δικτατορική του κυβέρνηση.
Ο Apolinario Mabini, ο πιο στενός σύμβουλος του Aguinaldo, δεν συμφώνησε με την απόφαση του να εγκαθιδρύσει μια δικτατορία. Έτσι, τον προέτρεψε να δημιουργήσει μια επαναστατική κυβέρνηση. Στις 23 Ιουνίου, ο Aguinaldo εξέδωσε ένα δεύτερο διάταγμα, αντικαθιστώντας αυτή τη φορά τη δικτατορική κυβέρνηση με μια επαναστατική κυβέρνηση στην οποία αυτοδιορίστηκε ως πρόεδρος.
Στις 17 Ιουλίου, χωρίς να γνωρίζουν ότι οι αμερικανικές δυνάμεις υπέφεραν από πυρετό, οι Ισπανοί στο Σαντιάγο παραδόθηκαν. Αυτή η παράδοση σήμανε το τέλος των ισπανικών βλέψεων για την παραμονή τους στην Κούβα. Σε αυτό συνέβαλε και η ήττα των Ισπανών στο Πουέρτο Ρίκο. Στις Φιλιππίνες, ο Ναύαρχος Ντιούι και ο στρατηγός Merritt κατάφεραν να αρχίσουν τις διαπραγματεύσεις με τον αναπληρωτή Γενικό Κυβερνήτη Fermín Jáudenes. Οι δυο πλευρές σύναψαν μια μυστική συμφωνία να οργανώσουν μια εικονική μάχη στην οποία οι ισπανικές δυνάμεις θα ηττηθούν από τις αμερικανικές. Δεν θα επέτρεπαν όμως την είσοδο στις δυνάμεις των Φιλιππινέζων στην Μανίλα. Αυτό το σχέδιο ελαχιστοποιούσε τον κίνδυνο περιττών απωλειών από όλες τις πλευρές, ενώ οι Ισπανοί θα απέφευγαν επίσης τη ντροπή να χρειαστεί να παραδοθούν στις Φιλιππινεζικές δυνάμεις.
Το βράδυ της 12ης Αυγούστου, οι Αμερικανοί ειδοποίησαν τον Aguinaldo να μην επιτρέψει στους επαναστάτες που ήταν υπό τις διαταγές του να εισέλθουν στην Μανίλα χωρίς την άδεια των Αμερικανών. Στις 13 Αυγούστου, οι δυνάμεις των ΗΠΑ επιτέθηκαν και κατέλαβαν τις ισπανικές θέσεις στη Μανίλα. Παρόλο που είχαν σχεδιάσει την διεξαγωγή μιας εικονική μάχη που θα οδηγούσε στη γρήγορη παράδοση των Ισπανών, επιτέθηκαν και οι αντάρτες χωρίς καμία προειδοποίηση. Η επίθεση αυτή οδήγησε σε αψιμαχίες με τους Ισπανούς, στις οποίες σκοτώθηκαν και τραυματίστηκαν ορισμένοι Αμερικανοί στρατιώτες. Οι Ισπανοί παρέδωσαν επίσημα τη Μανίλα στις δυνάμεις των ΗΠΑ. Ο Aguinaldo απαίτησε την διακυβέρνηση της πόλης από κοινού με τις ΗΠΑ, οι τελευταίες όμως πίεσαν τον Aguinaldo να αποσύρει τις δυνάμεις του από τη Μανίλα. Αυτή η μάχη σηματοδότησε το τέλος της συνεργασίας των Φιλιππινέζων με τους Αμερικάνους, καθώς η αμερικανική ενέργεια της απαγόρευσης εισόδου των φιλιππινέζικών δυνάμεων να εισέλθουν στην καταληφθείσα πόλη της Μανίλα προκάλεσε αγανάκτηση στους Φιλιππινέζους.
Στο τέλος του χρόνου υπογράφηκε μια συνθήκη ειρήνης ανάμεσα στις ΗΠΑ και στην Ισπανία που σήμανε και το τέλος του Ισπανοαμερικάνικου πολέμου, γνωστή και ως Συνθήκη του Παρισιού. Με αυτή επισημοποιήθηκε η ήττα της Ισπανίας και οι ΗΠΑ απέκτησαν το Πουέρτο Ρίκο, το Γκουάμ, η Κούβα έγινε ένα ανεξάρτητο κράτος – δορυφόρος των ΗΠΑ και πραγματοποιήθηκε η αγορά των Φιλιππίνων από τις ΗΠΑ για 20 εκατομμύρια δολάρια.
Πόλεμος Ανάμεσα στις Φιλιππίνες και την Αμερική
Στις 21 Δεκεμβρίου 1898, ο Πρόεδρος Ουίλλιαμ ΜακΚίνλεϊ αναφερόμενος στη Συνθήκη του Παρισιού, δήλωσε ότι «ως αποτέλεσμα της νίκης των αμερικανικών όπλων, ο μελλοντικός έλεγχος και η κυβέρνηση των Φιλιππίνων Νήσων παραχωρούνται στις Ηνωμένες Πολιτείες». Έδωσε εντολή στον στρατιωτικό διοικητή, τον στρατηγό Otis να γνωστοποιήσει στους κατοίκους των νησιών των Φιλιππίνων ότι η επιρροή των ΗΠΑ «πρέπει να ασκηθεί για την ασφάλεια των ίδιων και της περιουσίας των κατοίκων των νησιών και για την διαφύλαξη των ιδιωτικών δικαιωμάτων και προσωπικών τους σχέσεων».
Η ανακοίνωση της νέας κατάσταση που θα επικρατούσε στις Φιλιππίνες δεν βρήκε σύμφωνο τον Aguinaldo. Ο Πρόεδρος των Φιλιππίνων συνέταξε δυο προκηρύξεις στις οποίες διαμαρτυρόταν για αυτή την πρόθεση των ΗΠΑ και έδινε το πράσινο φως στους υποστηρικτές του να εμπλακούν με τους Αμερικανούς στρατιώτες σε περίπτωση που προσπαθήσουν να καταλάβουν φιλιππινεζικό έδαφος. Ο Otis εξέλαβε τις προκηρύξεις ως αναγγελία πολέμου. Έτσι, ενίσχυσε τα αμερικανικά παρατηρητήρια και έθεσε σε επιφυλακή τα στρατεύματά του. Από την άλλη πλευρά, οι διακηρύξεις του Aguinaldo προκάλεσαν στις μάζες μια αποφασιστικότητα να πολεμήσουν αυτόν που πρώτα θεωρούσαν σύμμαχο και που τώρα έγινε εχθρός.
Στις 8 Ιανουαρίου του 1899, η εφημερίδα New York Times ανέφερε πως δέχθηκαν επίθεση δυο Αμερικάνοι που φυλούσαν ένα πλωτό σκάφος στην πόλη Iloilo. Ο ένας στρατιώτης απεβίωσε. Το άρθρο ανέφερε επίσης πως οι επαναστάτες απειλούσαν να καταστρέψουν τις επιχειρήσεις στην πόλη χρησιμοποιώντας φωτιά. Παράλληλα και έπειτα από την διεξαγωγή εκλογών στις 23 Ιουνίου του 1898 μέχρι και τις 10 Σεπτεμβρίου, δημιουργήθηκε στις Φιλιππίνες ένα νομοθετικό σώμα γνωστό ως Κονγκρέσο του Μαλόλο. Την 21η Ιανουαρίου του 1899, υιοθετήθηκε και το Σύνταγμα του Μαλόλο, το οποίο κήρυξε και την Πρώτη Δημοκρατία των Φιλιππίνων με Πρόεδρο τον Emilio Aguinaldo.
Στις 4 Φεβρουαρίου το βράδυ, ο στρατιώτης William W. Grayson, έριξε τις πρώτες βολές του πολέμου στην πόλη Santa Mesa. Οι βολές αυτές σκότωσαν έναν Φιλιππινέζο υπολοχαγό και έναν Φιλιππινέζο στρατιώτη. Αργότερα την ίδια μέρα, ο Aguinaldo δήλωσε, «Τέλος η ειρήνη και οι φιλικές σχέσεις με τους Αμερικανούς. Να αντιμετωπίζονται οι τελευταίοι ως εχθροί, εντός των ορίων που ορίζουν οι νόμοι του πολέμου».
Το ξέσπασμα της βίας ήταν η αιτία για τη Μάχη της Μανίλα που ξεκίνησε στις 4 με 5 Φεβρουαρίου του 1899. Αυτή ήταν η πρώτη και μεγαλύτερη ένοπλη μάχη στον πόλεμο ανάμεσα στις Φιλιππίνες και στην Αμερική. Αφού παρέδωσαν οι Ισπανοί την Μανίλα στους Αμερικάνους, ο στρατηγός Aguinaldo απαίτησε να του αποδοθούν μια σειρά από φυλάκια στη γραμμή Zapote, η οποία ήταν η αμυντική περίμετρος των Ισπανών. Ο στρατηγός Otis αρχικά αρνήθηκε αυτό το αίτημα, αλλά άλλαξε γνώμη και είπε ότι δεν θα έφερνε κάποια αντίρρηση εκτός και αν λάβει άλλες εντολές από τους ανωτέρους του.
Υπολογίζεται πως τότε υπήρχαν περίπου 20.000 Φιλιππινέζοι στρατιώτες γύρω από τη Μανίλα. Οι αμερικανικές δυνάμεις υπολογίζονται γύρω στους 800 αξιωματικούς και 20.000 στρατιώτες. Από αυτούς, περίπου 8.000 παρέμειναν στη Μανίλα και 11.000 εντός της αμυντικής γραμμής Zapote. Τα υπόλοιπα αμερικανικά στρατεύματα βρίσκονταν στην πόλη Cavite ή στην πόλη Iloilo. Στις 5 Φεβρουαρίου, ο Φιλιππινέζος στρατηγός Isidoro Torres πέρασε τη γραμμή κρατώντας μια σημαία εκεχειρίας για να παραδώσει ένα μήνυμα από τον Aguinaldo στον στρατηγό Otis το οποίο έλεγε ότι οι μάχες είχαν ξεκινήσει κατά λάθος. Επίσης, ο Aguinaldo επιθυμούσε να σταματήσουν αμέσως οι εχθροπραξίες και να δημιουργηθεί μια ουδέτερη ζώνη μεταξύ των δύο αντίπαλων δυνάμεων. Ο Otis απέρριψε το περιεχόμενο του γράμματος και απάντησε λέγοντας ότι «εφόσον ξεκίνησαν οι εχθροπραξίες, πρέπει να συνεχιστούν μέχρι να φτάσουν στο ζοφερό τους τέλος».
Την ίδια μέρα, ο στρατηγός Άρθουρ ΜακΆρθουρ διέταξε τα στρατεύματά του να προχωρήσουν κατά των στρατευμάτων των Φιλιππινέζων, ξεκινώντας μια πλήρους κλίμακας ένοπλη σύγκρουση. Στις 2 Ιουνίου του 1899, η Πρώτη Δημοκρατία των Φιλιππίνων κήρυξε επίσημα πόλεμο στις Ηνωμένες Πολιτείες, με σχετική ανακοίνωση στην εθνοσυνέλευση των Φιλιππίνων.
Για το μεγαλύτερο μέρος του 1899, η επαναστατική κυβέρνηση των Φιλιππίνων κατέφευγε στον ανταρτοπόλεμο μόνο αν ήταν η τελευταία της επιλογή. Στις 13 Νοεμβρίου του 1899, ο Emilio Aguinaldo αποφάσισε πως ο ανταρτοπόλεμος θα ήταν εφεξής η κύρια στρατηγική επιλογή τους. Αυτή η εξέλιξη έκανε την αμερικανική κατοχή του αρχιπελάγους των Φιλιππίνων ακόμη πιο δύσκολη τα επόμενα χρόνια. Τους πρώτους τέσσερις μήνες, από τότε που υιοθετήθηκε η τακτική του ανταρτοπόλεμου, οι Αμερικανοί δέχθηκαν σχεδόν 500 απώλειες. Ο Στρατός των Φιλιππίνων άρχισε να οργανώνει αιματηρές ενέδρες και επιδρομές, όπως οι νίκες των ανταρτών στις περιοχές Paye, Catubig, Makahambus, Pulang Lupa, Balangiga και Mabitac.
Εκ πρώτης όψεως, φαινόταν πως οι Φιλιππινέζοι θα κατάφερναν να πολεμήσουν τους Αμερικανούς και να τους οδηγήσουν σε αδιέξοδο με τελικό στόχο την απόσυρση των δυνάμεων τους. Όντως, ο Πρόεδρος ΜακΚίνλεϊ σκέφτηκε να αποσύρει τα στρατεύματα μόλις ξεκίνησαν οι αντάρτες τις επιδρομές. Στις 20 Δεκεμβρίου του 1900, ο στρατηγός Άρθουρ ΜακΆρθουρ Τζούνιορ, ο οποίος στις 5 Μαΐου είχε διαδεχτεί τον Elwell Otis σαν Στρατιωτικό Κυβερνήτη των ΗΠΑ, έθεσε τις Φιλιππίνες υπό στρατιωτικό νόμο, επικαλούμενος τη Γενική Διαταγή 100 του στρατού των ΗΠΑ.
Ξεκαθάρισε πως δεν θα ανεχόντουσαν πλέον τις βίαιες επιθέσεις των ανταρτών και περιέγραψε τα δικαιώματα που μπορούσε να ασκήσει ο κάθε Αμερικανός στρατιώτης σχετικά με την αντιμετώπιση των ανταρτών και των πολιτών. Πιο συγκεκριμένα οι αντάρτες που δεν φορούσαν στολή αλλά πολιτικά και άλλαζαν κατά το δοκούν ενδυμασίες θα λογοδοτούσαν. Οι μυστικές επιτροπές που συνέλλεγαν φόρους για να ενισχύσουν την επανάσταση και εκείνοι που δεχόντουσαν την προστασία των ΗΠΑ στις κατεχόμενες πόλεις ενώ παράλληλα βοηθούσαν τους αντάρτες θα αντιμετωπίζονταν ως αντάρτες ή προδότες πολέμου. Οι Φιλιππινέζοι ηγέτες που συνέχισαν να εργάζονται για την ανεξαρτησία των Φιλιππίνων απελάθηκαν στο Γκουάμ.
Ο στρατός των Φιλιππίνων συνέχισε να υφίσταται ήττες από τον αρκετά καλύτερα οπλισμένο Στρατό των Ηνωμένων Πολιτειών, τουλάχιστον τις φορές που εμπλέκονταν σε μάχες συμβατικού πολέμου, αναγκάζοντας τον Aguinaldo να αλλάζει συνεχώς τη βάση των επιχειρήσεων του. Στις 23 Μαρτίου του 1901, ο στρατηγός Frederick Funston και τα στρατεύματά του κατάφεραν να συλλάβουν τον Aguinaldo με τη βοήθεια μερικών Φιλιππινέζων που είχαν συμμαχήσει με τους Αμερικάνους. Οι Αμερικανοί παρίσταναν τους αιχμαλώτους αυτής της ομάδας των Φιλιππινέζων, οι οποίοι ήταν ντυμένοι με στολές του στρατού των Φιλιππίνων. Μόλις ο Funston και οι «αιχμάλωτοί» μπήκαν στο στρατόπεδο του Aguinaldo έπεσαν αμέσως πάνω στους φρουρούς και γρήγορα υπερίσχυσαν ενάντια στους αντιπάλους τους.
Την 1η Απριλίου του 1901, στο παλάτι Malacañan στη Μανίλα, ο Aguinaldo έδωσε όρκο ότι αποδέχεται την εξουσία των Ηνωμένων Πολιτειών στις Φιλιππίνες και καταδεικνύει πίστη στην αμερικανική κυβέρνηση. Στις 19 Απριλίου, υπέγραψε Διακήρυξη Επίσημης Παράδοσης στις Ηνωμένες Πολιτείες και διέταξε τους οπαδούς του να καταθέσουν τα όπλα και να εγκαταλείψουν τον αγώνα. Η σύλληψη του Aguinaldo επέφερε ένα σοβαρό πλήγμα στον αγώνα των Φιλιππίνων, αλλά όχι τόσο μεγάλο όσο ήλπιζαν οι Αμερικανοί. Ο στρατηγός Miguel Malvar ανέλαβε την ηγεσία της κυβέρνησης των Φιλιππίνων.
Αρχικά είχε μια αμυντική στάση κατά του αμερικανικού στρατού, αλλά δεν άργησε να εξαπολύσει μια μεγάλη επίθεση εναντίον των πόλεων που κατείχαν οι Αμερικανοί στην περιοχή Batangas. Ο στρατηγός Vicente Lukbán στην περιοχή Samar, και άλλοι αξιωματικοί του στρατού των Φιλιππίνων, συνέχισαν τον πόλεμο σε αυτές τις περιοχές. Ο στρατηγός Bell καταδίωξε αμείλικτα τον Malvar και τους άντρες του, αναγκάζοντας πολλούς Φιλιππινέζους στρατιώτες να παραδοθούν. Τελικά, ο Malvar παραδόθηκε, μαζί με την άρρωστη γυναίκα και τα παιδιά του και μερικούς από τους αξιωματικούς του, στις 16 Απριλίου του 1902. Μέχρι το τέλος του μήνα σχεδόν 3.000 από τους άνδρες του Malvar είχαν παραδοθεί.
Στις 2 Ιουλίου, ο Υπουργός Πολέμου των Ηνωμένων Πολιτειών ανακοίνωσε ότι από τη στιγμή που η εξέγερση κατά των Ηνωμένων Πολιτειών είχε λήξει και είχαν δημιουργηθεί επαρχιακές κυβερνήσεις στο μεγαλύτερο μέρος του αρχιπελάγους των Φιλιππίνων υπό την ηγεσία των ΗΠΑ, το αξίωμα του στρατιωτικού κυβερνήτη δεν ίσχυε πλέον. Στις 4 Ιουλίου, ο Θεόδωρος Ρούζβελτ, ο οποίος είχε οριστεί Πρόεδρος των ΗΠΑ μετά τη δολοφονία του προέδρου ΜακΚίνλεϊ στις 5 Σεπτεμβρίου του 1901, έδωσε αμνηστία σε όλους εκείνους που είχαν συμμετάσχει στη σύγκρουση ανάμεσα στις ΗΠΑ και στις Φιλιππίνες.
Οι απώλειες κατά τη διάρκεια του πολέμου ήταν πολύ μεγαλύτερες για τους Φιλιππινέζους παρά για τους Αμερικάνους. Το Υπουργείο Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών ανακοίνωσε ότι ο πόλεμος «οδήγησε στο θάνατο πάνω από 4.200 Αμερικανών και πάνω από 20.000 Φιλιππινέζων μαχητών» και ότι «έως και 200.000 Φιλιππινέζοι πολίτες πέθαναν από τις μάχες, την πείνα και τις ασθένειες». Στις 9 Απριλίου του 2002, η Πρόεδρος των Φιλιππίνων Gloria Macapagal Arroyo διακήρυξε ότι ο Φιλιππινο-Αμερικανικός πόλεμος είχε τελειώσει επίσημα στις 16 Απριλίου του 1902 με την παράδοση του στρατηγού Miguel Malvar.