στις τρείς τα ξημερώμματα του Αγίου Σπυριδώνου.
Δεκέμβρης μήνας δώδεκα, κρύο βροχή και μπόρα
έβρεχε ασταμάτητα από νωρίς το βράδυ.
Και στείλανε τον Στεφανή και τον μπάρμπα το Νίκο
να πάνε στον πατέρα μου να του το πούν στο Πόρτο.
Εκείνος έπαιζε χαρτιά με τσου άλλους ποκαδόρους
και ήρθε πολύ αργότερα έτσι να με γνωρίσει.
Δεν μού ‘φτανε το βάσσανο, που ήρθα σ’ ἀυτό τον κόσμο
τόσο πρωΐ και ξαφνικά μέσα σε τόση αντάρα,
ο αδερφός μου έκλαιγε και φώναζε να φύγω
και να γυρίσω από κεί, που ήρθα έτσι μπονώρα.
Ωστόσω εγώ κρατήθηκα αλλά έγραζα στο κλάμμα
ώσπου ενάμισυ χρονώ κατέβασα και κοίλη.
Και μου φορέσανε νωρίς το τσίντο σαν τη ζώνη
για να πιέζει και να μπεί η κοίλη στο άντερό μου.
(Αργότερα ο Ντόκτορ Σουόρτζ το βρήκε στα σαράντα
και μού ‘πε με αργή φωνή, εγχείρηση να κάνω.)
Ξυπόλυτος κι αδύνατος μεγάλωνα στα Δέντρα
κυνηγημένος σαν πουλί, γδαρμένος και θλιμένος.
Όλοι με κυνηγούσανε και όλοι με βαρούσαν
μα όταν εγώ μεγάλωσα κατάλαβα γιατί.
Γιατί ήμουνα ανήσυχος, κακός και σκανταλιάρης
γριές και γέρους πείραζα… μικρούς, μεγάλους, όλους.
Ακόμα και στην Εκκλησιά, πείραζα τον Κουτσούρη
που είχε και βέργα για τα παιδιά όταν αυτά μιλούσαν,
και τά παιρνε για το κελί και κει τα ψηλαφούσε
και κάποια τα πασπάτευε χωρίς θεό να τρέμει.
Μιά μέρα ήρθε σπίτι μας με μια μεγάλη βέργα
φωνάζοντας στη Μάνα μου, πρέπει να με βαρέσει,
η Μάνα όμως πιό πονηρή απ΄τον παπά Κουτσούρη
που ήξερε πολλά γι αυτόν, μέ ‘κρυψε στο πατάρι.
Τα χρόνια πέρναγαν γοργά, η αυλή δεν με χωρούσε
όσα είχα μάθει έφταναν κάπου αλλού να πάω.
Και η Μάνα μου μου τό ‘λεγε πως είμουνα σα’ί’νι
και θά έπρεπε αλλού να μού ‘βρισκαν σχολεία.
Οπότε εσταμάτησα στους λόγγους να πηγαίνω
και να μαθαίνω πράγματα που στο Σχολειό δεν λένε.
Στην Αίγινα με βάλανε σχολειό στού Κυβερνήτη
και έμαθα πέντε γράμματα και λίγο παραπάνω.
Αλλά και κεί δεν στέριωσα, με πνίγαν τα κυνήγια
τις όμορφες τις λυγερές πάντοτε προτιμούσα.
Και έτσι την κοπάνισα και ήρθα στην Νέα Υόρκη
μικρός χλωμός κι απένταρος, δουλειά την άλλη μέρα.
Σαράντα χρόνια πέρασαν σάν νά’ταν μιά βδομάδα
κι ακόμα δεν κατάλαβα ΄τι έκαμα τόσα χρόνια.
Σήμερα κάθισα νωρίς κι άρχισα να μετράω
τα χρόνια που περάσανε και γίνηκαν βορδώνοι,
στο σώμα μου και στην ψυχή και στ’ άσπρα τα μαλιά μου
και στα πελώρια στήθια μου που η κούραση κεντούσε.
Δεκαετίες όμορφες, σκληρές και σπουδαγμένες
σε μιά στροφή που χάραξε για πάντα το μυαλό μου.
Κι έμεινα εδώ να ξεχαστώ, μα και να παραδέρνω
μέσα στου κόσμου τη φωτιά και στού Μαγιού τη ζάλη…..
Κι όμως ακόμα είμαι εδώ……………………….!!!
ΚΩΣΤΑΣ Δ. ΚΑΤΕΧΗΣ ΚΑΝΑΤΑΣ
















































