Α’
Αυτός όπου κραυγάζοντας ροβολάει
απ’ τα Κεραύνια,
είναι ο θυμωμένος άνεμος
όπου χτυπιέται στα βράχια κι απειλεί
τα έρημα, γερασμένα σπίτια –
της νύχτας φαντάσματα
που αντιστέκονται με πείσμα.
Οι φωνές που σαν μακρινές προσευχές
ανεβαίνουν προς τον ουρανό
σαν ήχοι καμπάνας που σβήνουν,
δεν είναι κλάματα μωρών κι ούτε
αντρικές λογομαχίες.
Αγέρηδες είναι, που στο πέρασμά τους
παλιά παράπονα ξυπνούν,
φωνές καταγραμμένες στις πέτρες,
γερόντων στεναγμούς από τα περασμένα
κι απ’ τις αυλές του χθες
ανάσες ξεχασμένων λουλουδιών.
Β’
Κάπου εκεί,
στους πρόποδες του συνοφρυωμένου βουνού
να βρισκόμουν αυτή τη στιγμή,
τυλιγμένος τη χειμωνιάτικη ομίχλη,
ακούγοντας
τους στεναγμούς των δέντρων στη βροχή.
Να στηρίξω
το λιγνό, μοναχικό κυπαρίσσι
στα χείλη του γκρεμού,
η θύελλα μην το λυγίσει
την ώρα που σχίζονται οι ουρανοί.
Να στηρίξω
την ετοιμόρροπη στέγη του ορφανού σπιτιού
μη νοτιστούν και σαπίσουν κάποια όνειρα
αθώα, παιδικά,
σε μια γειτονιά που δεν υπάρχει πια,
ερημική.
photo kinkate / https://pixabay.com