(Διήγημα)
Η Μάρθα σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι κατά τις εφτά το πρωί. Αμέσως μετά το πρώτο κάλεσμα της καμπάνας. Πλύθηκε, έβαλε τα γιορτινά της και ξεκίνησε για την εκκλησία. Σήμερα, γιόρταζε ο Άγιος της ενορίας της. Ζούσε σε ένα μικρό χωριό της Πελοποννήσου μόνη. Τον άντρα της τον είχε χάσει πριν δύο χρόνια και η κόρη της ήταν παντρεμένη με Αθηναίο και έμενε στην Πρωτεύουσα όπου και εργαζόταν. «Καλημέρα, χρόνια πολλά Γιωργάκαινα,» της φωνάζει απ’ το παραθύρι η Κυρά Χαρούλα η γειτόνισσα. «Καλημέρα και σε σένα,» απαντά η Μάρθα. «Πρωινή σε βλέπω, για τη λειτουργία πας;» Ρωτά η άλλη με περιέργεια. «Που αλλού; Αν δεν πας πρωί, καλύτερα μην πας καθόλου,» της λέει η Μάρθα. «Τι θέλεις να πεις;» Συνεχίζει λίγο πειραγμένη η Χαρούλα. «Ότι εγώ ας πούμε που δεν πηγαίνω τόσο πρωί, κοροϊδεύω τσι Αγίους;» «Όρεξη για καυγά μου φαίνεται πως έχεις χρονιάρα μέρα Χαρούλα. Άντε, σ’ αφήνω και τα λέμε αργότερα». «Μάρθα,» ακούγεται η φωνή της άλλης, «συγνώμη, δεν το’ χα για τσακωμό».
Η επιστροφή από την εκκλησία, τις βρήκε να κουβεντιάζουν… δηλαδή, να κουτσομπολεύουν και πιο πολύ η Χαρούλα, που ήταν και το αγαπημένο της σπορ». «Τα έμαθες;» Ρώτησε η Χαρούλα. «Ο γιός του κοινοτάρχη, τάχει με την κόρη του γιατρού. Χαμός έγινε ψες που τους έπιασε ο πατέρας της στα πράσα». «Τι λες μωρέ Χαρούλα;» Την κοιτάζει με απορία η Μάρθα. «Τίποτα δεν άκουσα. Θαρρείς και ζω σ άλλο χωριό εγώ μωρέ παιδί μου». «Αμ η Ελπίδα;» Συνεχίζει η κουτσομπόλα Χαρούλα. «Η γυναίκα του προέδρου ντε, μήτε κι αυτό το ξέρεις;» «Τι να ξέρω δηλαδής;» «Παιδί μου, την πήρε άρον άρον και την πάει στην Αθήνα. Κάτι γίνεται με την υγεία της, άκου που σου λέω». Τα γέλια της Μάρθας, ακούστηκαν ως την πέρα ρούγα. «Είσαι άλλο πράμα Χαρούλα,» της λέει συνεχίζοντας να γελά.
Βράδιασε και το μυαλό της Μάρθας, — παρ’ ότι γέλασε με τον τρόπο που μετέφερε τα νέα του χωριού η Χαρούλα και ας μην πίστευε πάντα τα κουτσομπολιά της,—τριγύρναγε στον πρόεδρο και τη γυναίκα του. «Τι να έπαθε η μαύρη;» Αναρωτιόταν… Με το ξημέρωμα, να’ σου η Χαρούλα στο σπίτι της. «Φτιάξε έναν καφέ, γιατί σου έχω νέα,» γέλασε πονηρά. «Λοιπόν άκου… ψες βράδυ τα έμαθα από τη γυναίκα του κυρ δάσκαλου την κυρά Κλειώ». «Τι έμαθες μωρή, που κάνεις χειρότερα από κείνοι τσι… πως ανάθεμα τσι λένε; Τσι ντεντέκτιβ ντε!» «Μάρθα, η κόρη του γιατρού, είναι γκαστρωμένη μωρή ακούς; Τρέχουν και δε φτάνουν ούλοι τους. Γρήγορα θα έχουμε γάμους. Η γυναίκα του προέδρου, ευτυχώς είναι καλύτερα. Εγκεφαλικό πέρασε η δύστυχη, μάλλον θα ήταν ελαφρύ κατά πως φαίνεται». «Μ’ αυτόν τον αχρόνιαγο γκρινιάρη, θα λα μπορούσε και να είχε πεθάνει η δύσμοιρη». Της απαντά οργισμένη η Μάρθα, με τον θυμό να την πνίγει και συνεχίζει: «Αμ..τους καλούς παίρνει ο Θεός. Άιντε, τελείωσες με την ενημέρωση; Ορή τσαλαφή, δεν σου’ χω πει, ότι εμένα δε μ ’αρέσουν τα κουτσομπολιά; Ότι θέλει ας κάμει ο κόσμος. Μακριά απ’ τον πισινό μου που λένε». «Έχεις δίκιο». Συμφωνεί η Χαρούλα, που θυμήθηκε τον κρύο πια καφέ της. Σηκώνει το ποτήρι με το νερό και τσουγκρίζει της Μάρθας. «Έλα, στην υγειά μας και στο καλό των παιδιών μας. Και ότι είπαμε, νερό κι αλάτι». Αλλά η Χαρούλα, το είχε στο DNA της το κουτσομπολιό. Όσο κι αν έλεγε ότι θα σταματήσει ν’ ασχολείται με τους συγχωριανούς της, πάντα στο τέλος υπέκυπτε σε αυτήν της την αδυναμία.
Το τηλέφωνο της Μάρθας χτύπαγε σαν δαιμονισμένο. Μέχρι να πάρει το ακουστικό στα χέρια της, ένιωσε πως τ ’αυτιά της είχαν τρυπήσει. «Εμπρός!» Ακούγεται η τσιριχτή λαχανιασμένη της φωνή. «Καλημέρα μητέρα. Γιατί φωνάζεις καλέ; Τα νεύρα σου έχεις;» Λέει η κόρη της από την άλλη μεριά. «Τσακίστηκα μέχρι να το προφτάσω το έρμο παιδάκι μου να μην κλείσει». «Μητέρα, αύριο θα είμαι εκεί. Πήρα άδεια απ’ την δουλειά μου κάνα δυο μέρες. Θέλω να μιλήσουμε». «Έπαθες τίποτις κόρη μου;» «Θα τα πούμε αύριο, εντάξει; Γεια σου τώρα». Το κλικ του τηλεφώνου, είχε άσχημο ήχο στ’ αυτιά της Μάρθας. Ήταν σίγουρη πως κάτι κακό συνέβαινε στην κόρη της.
Την επομένη κατά το μεσημεράκι, ένα μικρό ΗUNDAI στάθμευσε έξω απ’ την πόρτα της. Η Νικολίτσα, πήρε απ’ την πίσω θέση το σακίδιο και άνοιξε την αυλόπορτα. «Μητέρα, μητέρα ήρθα». Φώναξε. Η χαρούμενη φωνή της Μάρθας, έφτασε ως την ρούγα που ήταν το σπίτι της Χαρούλας. «Έλα κόρη μου, έλα μελένια μου, έλα να σε χαρεί και λίγο η μανούλα σου» αγκάλιασε με γλυκόλογα η Μάρθα το σπλάχνο της.
Καφές, πίτες, κέικ, γλυκά του κουταλιού, για πότε παρατάθηκαν στο τραπέζι, ούτε που κατάλαβε η Νικολίτσα, που την έπιασαν τα γέλια «Βρε μάνα, τι είναι όλα τούτα; Και που τα κοιτάζω χόρτασα». «Φάε κόρη μου, φάε καμάρι μου, αδυνατισμένη σε βλέπω γιατί; Δεν περνάς καλά παιδί μου; Μήπως σε στεναχωρεί ο ομορφονιός και δε μιλάς μιλιά;»
Στο μεταξύ, έξω από την πόρτα ήταν ήδη η Χαρούλα που μόλις άκουσε τις φωνές, παράτησε φαγητό και δουλειές, έβγαλε την μπροστοποδιά κι έσπευσε στης Μάρθας να δει τι συμβαίνει. Κι έτσι όπως ετοιμαζόταν να χτυπήσει την πόρτα, άκουσε κλάματα. Απομάκρυνε το χέρι της κι έμεινε κοκαλωμένη δίχως ανάσα, με τ’ αυτιά τεντωμένα σαν του γαϊδάρου. Μια έβαζε τσιρίδα η Μάρθα και μια έκλαιγε μ’ αυτά που της εξιστορούσε η κόρη της. Που να ήξερε η δόλια, ότι δεν ήταν η μόνη ακροάτρια. Ύστερα από κάμποση ώρα η Χαρούλα, αποφάσισε να εμφανιστεί. Χτύπησε μια, χτύπησε δυο, μα τίποτα. Γυρίζει την πλάτη με θυμό και φεύγει.
«Γιατί δεν άνοιξες μητέρα;» Ρωτάει η Νικολίτσα απορημένη, σκουπίζοντας τα δάκρυα της. «Οι επισκέψεις μου λείπανε τώρα,» απαντά η Μάρθα, που πήγαινε το μυαλό της για το ποιος μπορεί να ήταν. «Τέτοιες επισκέψεις σε ανύποπτο χρόνο μόνο μια τις κάνει. Θα είδε το αυτοκίνητο απ’ όξω και μου’ ρθε η κατσικοπόδαρη» ψιθύρισε, ενώ συνέχισε να βρίζει τον γαμπρό της. «Τον αχρόνιαστο, που να μη σώσει ο κερατάς να ξαναδεί χαρά στα σκέλια του». Κι ένα σωρό άλλα διακοσμητικά επίθετα που έφερναν γέλιο στην Νικολίτσα παρ’ όλη τη στεναχώρια της.
Ο μπακάλης κατέβαζε το ρολό του μαγαζιού, όταν τον πλησίασε εκείνη. «Βρε, βρε… καλώς την Χαρούλα. Κλείσαμε για μεσημέρι και δεν ξανά ανεβάζω το ρολό, μήτε για τον Άγιο. Παγαίνω για φαγητό. Έλα το απόγευμα,» της είπε κι έκανε να φύγει. « Όχι, όχι κυρ Παντελή μου, τίποτις δε θέλω, μόνο να…» «Τι να ορέ Χαρούλα; Έγινε κάτι;» «Κάτι έγινε, μα πώς να σου το ειπώ;» «Ε! Πες’ το να πάρει ο διάβολος. Αφού θα σκάσεις άμα το κρατήσεις μέσα σου. Τώρα θα σε μάθω;» «Μιλιά σε κανέναν κυρ Παντελή. Σε κανέναν ακούς;» «Λέγε μωρή πολυλογού που θα μου κάνεις και μάθημα. Κοίτα ποια μιλάει κόσμε. Τελείωνε σου λέω, πεινάω δεν καταλαβαίνεις;» «Η κόρη της Μάρθας ήρθε σήμερις απ ’την Πρωτεύουσα. Που να στα λέω κυρ Παντελή μου, που να στα λέω… Χωρίζει». «Τι χωρίζει;» «Χωρίζει ευλογημένε, πως το λένε, χωρίζει απ’ τον άντρα της. Τον έπιασε με γκόμενα. Άλλος άχρηστος κι αυτός. Αμ, καλά να πάθει πάντως η Μάρθα, τσι προάλλες, έβριζε τον πρόεδρο για τα καμώματα του. Ο Θεός είναι μεγάλος κυρ Παντελή να τώρα, ήρθε και στην πόρτα της το κακό». «Κλείσε το στόμα σου Χαρούλα. Κλείσε το επιτέλους που είσαι άξια εσύ, να κρίνεις την Γεωργάκαινα. Γι αυτό μωρή μ’ έχεις και ξεροστάλιασα ο άνθρωπος; Τι με κόφτει εμέ τι θα κάμει η κοπελιά της Μάρθας; Κι άμα τον έπιασε με άλλη καθώς λες, καλά θα κάμει και θα τον στείλει στον γέρο διάολο. Τράβα σπίτι σου μεσημεριάτικα που δεν ησυχάζεις με τίποτις».
Η Χαρούλα έφυγε όχι όμως για το σπίτι της, αλλά για το σπίτι της Μάρθας. Τούτη τη φορά, θα επέμενε πολύ. Και πράγματι χτύπα χτύπα, η πόρτα άνοιξε. Σαστισμένη εμπρός στην φουρκισμένη Μάρθα, το πονηρό της μυαλό εφεύρε την αφορμή που την έκανε και καλά, να ενοχλήσει μεσημεριάτικα. «Να Μάρθα μου, μήπως σου βρίσκεται λίγο ξύδι; Μου τελείωσε και δεν το πήρα είδηση η κακουργιασμένη». Η Μάρθα όμως που την ήξερε καλά, κατάλαβε το ψέμα της. «Και τα μάτια σου τι παίζουνε σαν της αλεπούς αρή σκρόφα; Κατέβασε τα χέρια σου από την κουρτίνα της πόρτας μωρή, που θα μου πεις πως θέλεις ξύδι. Άλλα θέλεις, μα δε θα σου κάμω τη χάρη. Και ογληγορώτερα για ξύδι ματ’ άρθες; Η Μαριώ που μένει δίπλα σου δεν είχε να σου δώσει; Ποιον κοροϊδεύεις εμένα; Σήκω και φύγε γιατί δεν είμαι πολύ καλά ετούτη την ώρα, Άϊντε, μη σου πετάξω τίποτσι στην κεφαλή. Τσόκαρο! Ε, τσόκαρο!» «Μάνα,» επεμβαίνει η Νικολίτσα. «Πως μιλάς έτσι βρε μάνα; Δεν σε αναγνωρίζω. Συγνώμη κυρία Χαρούλα,» λέει στην κουτσομπόλα, που χαμογελούσε ευχαριστημένη. «Νικολίτσα μου εδώ είσαι;» Έκανε τάχα μου πως δεν ήξερε η Χαρούλα. «Κόκκινα είναι τα ματάκια σου καρδούλα μου, γιατί;» «Που να σκάσεις,» την σπρώχνει η Μάρθα, τίποτσι δε θα σου πούμε παλιό σουρλουλού, τίποτσι». Η Χαρούλα κάνει να φύγει, όταν βλέπει να μπαίνει στην αυλή ο Παντελής. Την έκοψε κρύος ιδρώτας. Με μια δρασκελιά έφτασε στο δρόμο και τρέχοντας πήγε να κρυφτεί σπίτι της.
«Κυρ Παντελή εσύ εδώ;» Ρωτά η Μάρθα. «Πάμε μέσα, θέλω να σε ενημερώσω,» της λέει χαμηλόφωνα, ενώ στο μεταξύ χάιδευε το πρόσωπο της Νικολίτσας. «Άκου Γιωργάκαινα, αυτή η παπαρδέλα, παραφύλαξε κι άκουσε τα μυστικά σας και ύστερις, ήρθε και μου τα ξεφούρνισε». «Καλά το κατάλαβα εγώ, μαύρο φίδι που την έφαγε!» Ξεστόμισε αγριεμένη η Μάρθα. «Και συ κορίτσι μου,» γυρίζει τώρα στην Νικολίτσα ο μπακάλης, «μη μου στεναχωριέσαι. Όλα θα λυθούν, όλα θα βρουν το δρόμο τους. Κανένα δεν αφήνει ο Θεός».
Ο Παντελής έφυγε από το σπίτι της Μάρθας και κατευθύνθηκε προς το σπίτι της Χαρούλας. Ήθελε να της τα πει κι απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη. «Δεν έχει Θεό αυτή η γυναίκα,» σκεφτόταν. Μα καθώς φτάνει κι ετοιμάζεται να χτυπήσει το πόμολο της πόρτας, ακούει να σπάζουν διάφορα γυαλικά μέσα και τις βρισιές της Χαρούλας που είχαν στόχο τον άντρα της. «Αχαΐρευτε, μπερμπάντη, βρομιάρη, που να μη σώσεις βρε να βγεις απ’ την πόρτα. Με τη γαλατού μωρέ άτιμε; Με τη γαλατού παλιό βρομιάρη, που ζέχνεις βαρβατίλα άπλυτε κι ασηφόριαγε. Άσφαιρος είσαι ρε, δε βλέπει που δε μόκανες παιδιά; Τι σου ζήλεψε η ρουφιάνα; Κούφια σκάγια βγάζει το πράμα σου ρε ρεμάλι, κούφια». Και να τα γυαλικά και να τα κατσαρολικά, να πέφτουν βροχή. Κι αυτή ανήμερο θηρίο, συνέχιζε να βρίζει. «Νόμιζες πως δε θα μάθαινα τα χαΐρια σου; Τώρα μου τα είπε η Μαριώ που ‘ρχόμανε. Σας είδε ρε ξεβράκωτε, σας είδε που βγαίνατε απ’ τη στάνη. Έχει βουίξει η πάνω ρούγα παλιό ρεμάλι. Πόσον καιρό με κερατώνεις μωρέ και γελούνε μαζί μου; Πόσο; Παλιάνθρωπε πώς θα παρουσιάσω πρόσωπο απ’ αύριο στο χωριό, μου λες; Δεν μιλάς ε; Που να χάσεις τη μιλιά σου Θεέ μου, μια για πάντα. ΣΑΡΔΑΝΑΠΑΛΕ!»
Ο Παντελής χαμογέλασε και βγήκε απ’ την εξώπορτα ψιθυρίζοντας: «Αμ, είχε ο Θεός και για σένα Χαρούλα. Να ιδούμε τώρα, θα το κλείσεις το βρομόστομο σου, η θα βρεθεί κανένας από κείνοι τσι μάγκες, να στο κλείσει μια και καλή;»
Τα χρόνια που ακολούθησαν, βρήκαν τη Χαρούλα να ζει μόνη, — αφού τον άντρα της τον έδιωξε από τότε,— με συντροφιά κάνα δυο τρείς γάτες και ένα σκύλο. Ύστερα απ’ το πάθημα της, έγινε η καλύτερη του χωριού, με αποτέλεσμα να την έχουν αγαπήσει όλοι. Καμιά φορά, όταν θυμάται την παλιά της συμπεριφορά, λέει στην Μάρθα: «Ω! Συμφορά μου, μεγάλη αρρώστια το κουτσομπολιό Μάρθα μου, μεγάλη αρρώστια. Και άμα δεν πάθεις, δεν το κόβεις το ρημαδιασμένο. Έπαθα και έμαθα Μάρθα μου. Καλά μου έλεγες κάποτες, μωρέ μακριά απ’ τον πισινό μας…»
photo RobinHiggins / https://pixabay.com/