Βασισμένο σε αληθινά γενονότα – μια ιστορία σε συνέχειες
Στο προηγούμενο: Ο Τηλέμαχος κανόνισε τους αρραβώνες και το γάμο της αδερφής του, Ελένης, γιατί αν δεν την πάντρευε δεν μπορούσε να παντρευτεί αυτός.
Μια Κυριακή στο δωμάτιο της Ελένης
Όταν ερχόταν να επισκεφτεί την αδελφή του, καθόταν δίπλα στον πατέρα μου και μιλούσαν. Πιστεύω ότι ήδη από εκείνη τη στιγμή είχε αποφασίσει να με παντρευτεί. Αλλά δεν ήξερε πώς να το εκφράσει ή να το πει επειδή η αδελφή του ήταν ακόμα ανύπαντρη. Βεβαίως και εγώ ήμουν νεαρή και δεν ήξερε ποια θα ήταν η γνώμη μου σε μια τέτοια πρόταση, αλλά κυρίως το πρόβλημα ήταν πώς θα μπορούσε να έχει συνομιλίες και να κάνει προτάσεις στον πατέρα ή τη μητέρα μου όταν η αδελφή του ήταν άγαμη.
Αν δεν την πάντρευε δεν μπορούσε να παντρευτεί ούτε αυτός και μην νομίζεις ότι ο μεγαλύτερος αδελφός του που είχε παντρευτεί νωρίτερα ήταν το κανονικό… Αυτό απλά έπρεπε να γίνει επειδή υπήρχε ευκαιρία και για γάμο και για λεφτά -γιατί κανείς δεν είχε χρήματα εκείνη την εποχή. Η φήμη εξαπλώθηκε σε όλα τα χωριά της Πελοποννήσου ότι ο αδερφός του Τηλέμαχου είχε λάβει προίκα σαράντα χιλιάδες δραχμές. Εκείνη την εποχή, ήταν μια σημαντική ποσότητα χρημάτων και έγινε πλούσιος και κέρδισε και φήμη. Αυτό οφειλόταν στο γεγονός ότι ο θείος της Αρίστης είχε στείλει τα χρήματα από την Αμερική στις ανιψιές του για να παντρευτούν σε νεαρή ηλικία και γρήγορα.
Ήταν πολύ περιζήτητη νύφη η Αρίστη τότε με τέτοια προίκα, αλλά είχε κι αυτή ένα ελάττωμα για γάμο, είχε γεννηθεί με ένα τεράστιο μωβ σημάδι που κάλυπτε το μισό της πρόσωπο. Έφτιαχνε πάντα τα μαλλιά της από την αριστερή πλευρά για να το καλύπτει, αλλά ήταν δύσκολο να μην την κοιτάς και έτσι δεν ήταν εύκολο για κάποιον να την παντρευτεί. Αλλά αυτή η οικογένεια την αποδέχτηκε και ο Παγούσος την παντρεύτηκε. Ίσως την εποχή εκείνη το κορίτσι να μπορούσε να φτιάξει κάπως το δέρμα της, αλλά ποιον τον ένοιαζε; Τα παιδιά μεγαλώνανε όπως γεννηθήκανε επειδή έτσι γεννηθήκανε, εδώ δε φρόντιζαν για τα προβλήματα υγείας, προβλήματα αισθητικής θα κοιτάζανε; Ακόμα και που πέθανε, έτσι ήτανε. Ποτέ δε συζητήσαμε γι’ αυτό.
Τώρα στο θέμα μας, μετά τον αρραβώνα της Ελένης, αυτή τα βρήκε με τον αγαπητικό, της άρεσε η κατάσταση και μια μέρα σηκώθηκε και έφυγε. Έκλεισε το δωμάτιο που έμενε και πήγε να ζήσει με τον αρραβωνιαστικό της στο σπίτι της μητέρας του, καθώς το σπίτι που έφτιαχνε στο οικόπεδό της προίκας της, στο Γαλάτσι, δεν ήταν ακόμα έτοιμο. Ο Τηλέμαχος είχε αναλάβει πλήρως την ευθύνη και για τον γάμο και για το σπίτι. Έχτισε δύο δωμάτια, έχτισε μια μάντρα, φρόντισε για αυτήν. Μα και πέρα από αυτούς τους διακανονισμούς η Ελένη είχε μια αγαπημένη σχέση με τον Τηλέμαχο και τον αγαπούσε πολύ. Ήταν το στήριγμά της, και θα έδινε και τη ζωή της γι’ αυτόν. Ωστόσο και ο Τηλέμαχος είχε μια αδυναμία γι’ αυτήν, την πονούσε.
Αλλά βλέπεις, τόσο η Αρίστη όσο εγώ δεν ανακατευθήκαμε στα οικογενειακά τους, ούτε στα περιουσιακά τους. Ό,τι ήθελε ο πεθερός μου έκανε και κανείς δεν του έλεγε τίποτα. Όταν ο άντρας μου είπε ότι παραιτείται από την κληρονομιά του για να πάρει την προίκα της Αρίστης και να παντρέψει την Ελένη, δε με ενδιέφερε, δε ρώτησα ποτέ καν τι θα έπαιρνε, δε με αφορούσε. Αυτές ήταν δουλειές των αντρών. Γι’ αυτό σου λέω ότι και οι δύο νύφες που μπήκαν στην οικογένεια ήταν πολύ καλές, λογικές και ενωτικές. Σε άλλες περιπτώσεις συμβαίνει το αντίθετο.
Το αποτέλεσμα ήταν ότι όταν η Ελένη έφυγε και άφησε το δωμάτιο, ο Τηλέμαχος δεν το άδειασε. Το άφησε επιπλωμένο και όταν δεν ήταν σε υπηρεσία, ερχόταν ν’ αλλάξει και να φορέσει τα πολιτικά του εκεί. Κοιμόταν στην υπηρεσία και θα μπορούσε να μένει εκεί αν ήθελε και με τα πολιτικά του επίσης, αλλά συνέχιζε να πληρώνει το ενοίκιο για αυτό το δωμάτιο. Αυτό δεν προκαλούσε υποψίες ούτε σε μένα ούτε στον πατέρα μου. Αν αυτός πλήρωνε το ενοίκιο γιατί να νοιάζει τον πατέρα μου; Αργότερα όμως κατάλαβα ποιος ήταν ο λόγος που κράτησε το δωμάτιο.
Το κατάλαβα μια Κυριακή του ’49. Από τη στιγμή που τα Δωδεκάνησα έγιναν Ελληνικά η μητέρα μου θα έπαιρνε είτε τη μία είτε την άλλη κόρη της και πάντα τον μικρό μου αδερφό, επειδή ήταν το μικρό και δεν είχε εμπιστοσύνη να τον αφήσει πίσω, για να μας πάει στην Κάλυμνο. Εκείνο το καλοκαίρι ήταν η σειρά της αδερφής μου και με άφησε με τον πατέρα μου και τον θείο μου για να τους προσέχω.
Κάθε Κυριακή ο πατέρας μου και ο θείος μου συνήθιζαν να πηγαίνουν σε ένα καφενείο στην Πλάκα, που ήταν Καλύμνικο -πήγαιναν για να συναντούν συμπατριώτες τους και να μιλήσουν. Ήταν καλοκαίρι και η αυλή ήταν εντελώς άδεια επειδή η μια γειτόνισσα είχε πάει στο Μαρκόπουλο και η άλλη πήγαινε τα παιδιά της για κολύμπι στη θάλασσα κάθε Σαββατοκύριακο. Έμεινα μόνη στην αυλή χωρίς κανέναν γύρω, δεν υπήρχε ψυχή, χωρίς να έχω πού να πάω και τίποτα να κάνω.
Ο πατέρας μου είχε αφήσει λίγα χρήματα, οπότε πήγα και αγόρασα ένα παγωτό ξυλάκι. Κάθισα έξω, μπροστά από την πόρτα της αυλής και το έφαγα και ευχαριστήθηκα. Αφού το τελείωσα, δεν είχα τίποτα να κάνω, οπότε είπα στον εαυτό μου «θα πάω στο σπίτι της Ελένης» που έμενε λίγο πιο κάτω, εκεί που ζούσε με τον αρραβωνιαστικό της. Και ξεκίνησα. Αυτοί ήταν μέσα στην αυλή τους και μόλις με είδαν έκαναν χαρές. Αλλά και ο Τηλέμαχιος ήταν εκεί επίσης με στολή, επειδή είχε έρθει να φάει για μεσημέρι, καθώς ήταν Κυριακή.
Με ρωτήσανε: «Πώς και ήρθες εδώ;» Τους λέω: «Ήμουν μόνη, δεν ήξερα τι να κάνω, οπότε είπα στον εαυτό μου θα πάω να δω τι κάνει η Ελένη». Ήταν όλοι πολύ χαρούμενοι που με είδαν και νομίζω ότι μου έφτιαξαν κι έναν καφέ. Αφού τελειώσαμε, ο Τηλέμαχος λέει: «Θέλετε να πάμε μια βόλτα;» εννοούσε με εμένα και την Ελένη, επειδή ο γαμπρός του έπρεπε να δουλέψει στο ταξί. Και η Ελένη λέει: «Να μας πας!» Ο Τηλέμαχος ήθελε μας πάει σε κινηματογράφο, στο κέντρο της Αθήνας. Αυτός δε θα πλήρωνε το δικό του εισιτήριο ως αξιωματικός, αλλά θα πλήρωνε τα δικά μας.
Είχα πάει σινεμά άλλη μια φορά πριν στη ζωή μου, πάλι με την ίδια ακριβώς παρέα. Επειδή κατά την τελευταία Αποκριά, πριν η Ελένη αρραβωνιαστεί, η μητέρα μου είχε πει στον πατέρα μου: «Δε θα πρέπει να προσκαλέσουμε τα παιδιά να έρθουν να φάνε μαζί μας;» είχε πονέσει την Ελένη, την προστάτευε και με τα “παιδιά” εννοούσε και τον Τηλέμαχο και την Ελένη. Εξάλλου, ο πατέρας μου είχε εκτιμήσει τον Τηλέμαχο για τη συμπεριφορά του προς την αδερφή του, οπότε είπε κι αυτός: «Θα πρέπει να τους προσκαλέσουμε». Η αγάπη που έδειχναν οι γονείς μου σε εκείνα τα παιδιά δεν ήταν υστερόβουλη, γιατί ήμουν τόσο μικρή που ακόμα κι αυτοί δεν ήξεραν τι θα συμβεί. Μετά το φαγητό της Αποκριάς, ο Τηλέμαχος μάς πήγε σινεμά για να μας ευχαριστήσει.
Ο Τηλέμαχος τότε είπε: «Θα πάω μια στιγμή ν’ αλλάξω, να βγάλω τη στολή μου και να φορέσω τα πολιτικά για τον κινηματογράφο». Κι εγώ λέω: «Αν θα βγούμε, θα πάω κι εγώ ν’ αλλάξω, γιατί φοράω μια παλιά φουστίτσα και ένα παλιό πουκαμισάκι. Θα φορέσω το καλό μου το φουστάνι!» Πρώτα έφυγε ο Τηλέμαχος και μετά έφυγα κι εγώ, περίπου δέκα ή δεκαπέντε λεπτά αργότερα. Όταν βγήκα έξω, λίγο πιο κάτω στο δρόμο, αυτός καθόταν και περίμενε και συνειδητοποίησα ότι περίμενε όλη αυτήν την ώρα.
«Καλά, ακόμα δεν έχετε φύγει;» τον ρωτάω.
«Έπιασα κουβέντα με έναν γνωστό μου και με καθυστέρησε» μου λέει. Τελικά, καταλήξαμε να περπατάμε μαζί στον ίδιο δρόμο προς το ίδιο σπίτι.
Στον δρόμο μου λέει: «Τι θα λέγατε να πηγαίναμε οι δυο μας για βόλτα;»
«Αλλά τι θα γίνει με την Ελένη;» τον ρωτάω. «Η Ελένη περιμένει».
«Ξεχάστε την Ελένη» λέει «είναι δική μου υπόθεση».
«Δεν ξέρω» του λέω. «Όχι πως δεν έχω εμπιστοσύνη να πάμε βόλτα οι δυο μας. Αλλά μου φαίνεται άσχημο να λέμε ότι θα πάμε όλοι μαζί και τώρα να μου κάνετε πρόταση να πάμε οι δυο μας. Δεν ξέρω».
«Σε παρακαλώ» μου λέει «δεν μπορούσα να το κάνω αλλιώς να γίνει. Θέλω να πάμε οι δυο μας» μου λέει με έμφαση.
«Εγώ σκέπτομαι την αδερφή σας» του λέω.
«Σας είπα ότι θα το αντιμετωπίσω εγώ» λέει.
Του λέω: «Αφού θέλετε έτσι, ας πάμε». Επειδή είχα συνειδητοποιήσει το ενδιαφέρον του και η πρότασή του είχε αρχίσει να με ιντριγκάρει.
Ο Τηλέμαχος ήταν ένας πολύ όμορφος άνδρας, ένας άνδρας που ολόκληρη η παρουσία του έδειχνε το δύναμισμό του. Αυτά τα χαρίσματα έλειπαν στην οικογένειά μου. Ο πατέρας μου ήταν καλός άνθρωπος, αλλά του έλειπε και η δυναμική παρουσία και η τρυφερότητα προς τα παιδιά του. Εκείνη την εποχή, οι άνθρωποι έκαναν παιδιά χωρίς να ξέρουν γιατί τα έκαναν. Έτσι, αυτός ο άντρας δεν ήταν αδιάφορος για μένα.
Πάλεψα μέσα μου στη συνείδησή μου γιατί σκεφτόμουν την αδερφή του, αλλά δεν ήταν ότι δεν ήθελα να βγω. Επίσης, δεν ήθελα να τον προσβάλω. Ήμουν μια δυναμική κοπέλα, το είχα αποδείξει στην παιδική μου ηλικία και δε φοβόμουν, γιατί ήξερα ότι ήταν ένας πολιτισμένος άνθρωπος. Οπότε, τι θα συνέβαινε αν έβγαινα μαζί του; Θα με έτρωγε; Απλά θα βρίσκαμε κάπου να κάτσουμε. Του είπα: «Αφού αναλαμβάνεις εσύ την αδερφή σου, εντάξει».
(συνεχίζεται)
photo by abigail2resident, https://pixabay.com
















































