Βασισμένο σε αληθινά γενονότα – μια ιστορία σε συνέχειες
Στο προηγούμενο: Ο Τηλέμαχος προτείνει στην αδερφή του και στη Σεβαστή να πάνε όλοι μαζί σινεμά, αλλά στη συνέχεια ζητά από τη Σεβαστή να βγουν μόνο οι δυο τους. Η Σεβαστή διστάζει, σκέφτεται την αδερφή του, αλλά τελικά δέχεται, γοητευμένη από τη δυναμική του παρουσία και το προσωπικό του ενδιαφέρον.
Ο Χρόνος της αγάπης
Του είπα «Αφού αναλαμβάνεις εσύ την αδερφή σου, εντάξει».
Αφού φτάσαμε στην αυλή, πήγαμε και οι δύο στα δωμάτιά μας και αλλάξαμε. Άλλαξα αμέσως, απλά έβγαλα ό,τι φορούσα και φόρεσα το φόρεμά μου. Λίγο πέρασα την τσατσάρα στα μαλλιά μου, ούτε μακιγιάζ δεν έβαζα τότε ή οτιδήποτε άλλο, ήμουν έτοιμη αμέσως. Ωστόσο, αυτός ξυρίστηκε και του πήρε πολλή ώρα να βγει από το δωμάτιό του. Ήθελε να φρεσκαριστεί και να φορέσει τα επίσημά του και δεν έβγαινε. Έτσι, πήγα στο δωμάτιό του και του είπα: «Είμαι έτοιμη». Μου είπε: «Εσύ πήγαινε πρώτη, προχώρα λίγο πιο κάτω» και μου έδειξε τους δρόμους. Είπε ότι θα με συναντήσει αργότερα.
Κι έτσι συνέβη, αφού συναντηθήκαμε στο δρόμο, περπατήσαμε μαζί και φτάσαμε από το Νέο Κόσμο στο Κουκάκι όπου υπήρχε η μοναδική γραμμή τραμ στην οδό Δημητρακοπούλου, εκείνη που έκανε πολύ θόρυβο. Σταματήσαμε εκεί και με ρώτησε πού θα ήθελα να πάμε. Του είπα ότι δεν είχα καμία προτίμηση, γιατί δε γνώριζα καθόλου την Αθήνα. Μου είπε ότι θα πάμε στο Άλσος. Το Άλσος ήταν ένα ζαχαροπλαστείο στο Πεδίον του Άρεως και είχε ως κονφερασιέ τον Οικονομίδη. Θα φτάναμε στην πλατεία Ομονοίας με το τραμ, θα κατεβαίναμε και θα περπατούσαμε από εκεί.
Πήγαμε από τον Νέο Κόσμο στο Πεδίον του Άρεως επειδή δεν υπήρχε τίποτα εκεί κοντά, ενώ το Πεδίον του Άρεως ήταν ονομαστό. Ο Γιώργος Οικονομίδης ήταν ένας από τους καλύτερους κονφερασιέ. Κονφερασιέ σημαίνει παρουσιαστής, θα έπαιρνες ένα καρεκλάκι στο ζαχαροπλαστείο και αυτός θα παρουσίαζε το πρόγραμμα. Αλλά ήταν Κυριακή κιόλας, όλη η Αθήνα εκεί πήγαινε, δεν έβρισκες να καθίσεις. Μπορούσες πάντως να κάθεσαι όσο ήθελες και αυτός θα παρουσίαζε τη Δανάη Νικολαΐδου, είχε τις καλύτερες τραγουδίστριες, με τραγούδια εκείνης της εποχής. Αυτά τα τραγούδια είναι αιώνια τώρα και αυτές οι τραγουδίστριες είχαν γνήσιες φωνές, όχι τεχνητές. Το καλύτερο τραγούδι της Νικολαΐδου ήταν το “Δύο πράσινα μάτια με μπλε βλεφαρίδες” και όταν συμφωνήσαμε να κάνουμε σχέση, το έμαθα αυτό το τραγούδι και του το τραγουδούσα.
«Εντάξει, εφόσον δεν έχεις προτίμηση» είπε «άφησέ το σε εμένα και θα πάμε κάπου καλά». Επιβιβαστήκαμε στο τραμ και αυτός πλήρωσε το εισιτήριό μου, δεν πλήρωσε για το δικό του. Δε μιλήσαμε στο τραμ γιατί ήμασταν όρθιοι, δεν υπήρχε πού να καθίσουμε. Αλλά από την Ομόνοια μέχρι το Πεδίον του Άρεως, προέκυψαν πολλές ερωτήσεις. Με ρώτησε αν έχω δεσμό, αυτό ήταν και το πρώτο πράγμα που ρώτησε. «Όχι» είπα «δεν έχω». Και με ρώτησε: «Ποιά είναι τα όνειρά σου;» «Θέλω να σπουδάσω» του είπα. Του το είπα αμέσως και το ήξερε. Τέλος πάντων…
Αυτός μάζευε πληροφορίες. Μου έκανε επίσης μερικές δύσκολες ερωτήσεις γραμματικής επειδή είχε μάθει ότι ήμουν η καλύτερη μαθήτρια και με ρωτούσε για δύσκολες λέξεις και την ορθογραφία. Μου είπε: «Δεν πιάνεσαι, σωστή η φήμη σου». Όταν καθίσαμε, δε μιλήσαμε άλλο. Βρήκαμε ένα μικρό τραπέζι επειδή εκεί όταν καθίσεις είτε μιλάς, είτε ακούς το πρόγραμμα. Φυσικά, στον δρόμο του γυρισμού από το Πεδίον του Άρεως ως την Ομόνοια, επειδή ο δρόμος είναι μακρύς, μπορέσαμε να μιλήσουμε πολύ. Μέχρι να φτάσουμε στην πόρτα μου, δεν είχε πει τίποτα, αλλά λίγο πριν χωρίσουνε οι δρόμοι μας, με ρώτησε: «Θα ήθελες να επαναλάβουμε αυτήν τη συνάντηση;»
Ρώτησα: «Για ποιο λόγο;» και είπε: «Δεν έχεις καταλάβει τίποτα;» Απάντησα: «Κάτι καταλαβαίνω, αλλά δεν μπορώ να καταλάβω ποιος είναι ο σκοπός. Αν νομίζετε ότι θα παίξετε μαζί μου, τότε όχι, ας μην επαναληφθεί. Έχω άλλα πράγματα στο μυαλό μου και ακόμα κι αν δεν τα πραγματοποιήσω, ο άνθρωπος που θα αφιερώσω τη ζωή μου θα είναι ο άνθρωπος της ζωής μου. Δεν μπορώ να κάνω δεσμούς σήμερα επειδή μου αρέσεις και αύριο δε μου αρέσεις. Αυτό βγάλτε το από το μυαλό σας».
Μου είπε: «Ξέρω, για να ζητήσω μια δεύτερη συνάντηση, έχω πάρει τις αποφάσεις μου. Ωστόσο, δεν μπορώ να κάνω τίποτα μέχρι να πραγματοποιηθεί ο γάμος της αδερφής μου. Δεν μπορώ τίποτα να επισημοποιήσω, αν δεν τακτοποιήσω την αδερφή μου. Μετά, θα τα ξαναπούμε. Ωστόσο, αν θέλεις να με δεις ξανά, θα έρθω στο δωμάτιο την Τρίτη να αλλάξω ρούχα και όπως συναντηθήκαμε σήμερα, μπορούμε να συναντηθούμε ξανά».
«Εντάξει» του λέω. «Αλλά πώς να δικαιολογήσω στον πατέρα και στον θείο μου ότι βγαίνω έξω; Δε συνηθίζω να βγαίνω». «Αυτό το κομμάτι είναι λίγο δύσκολο, το καταλαβαίνω» μου είπε. «Πώς το δικαιολόγησες σήμερα;»
Είχα μια καλή φίλη από το σχολείο, τη Χρυσούλα που επειδή η οικογένειά της είχε περιουσία και νοικιάζαν ένα σπίτι στο Φάληρο κοντά στη θάλασσα, με προσκαλούσε συχνά να πηγαίνω για μπάνια.
Εκείνη την Κυριακή -που όλα είναι προκαθορισμένα και που όλα είναι τυχερά, γιατί αντί να πάω να δω την Ελένη, θα μπορούσα να πάω να δω τη Χρυσούλα και να μην πετύχω τον Τηλέμαχο…. Εκείνη την Κυριακή άφησα ένα ψεύτικο σημείωμα στον πατέρα μου επειδή ήξερα ότι θα επέστρεφε από το καφενείο και δε θα με έβλεπε, ότι πηγαίνω στη Χρυσούλα στο Φάληρο για λίγο. Του είπα ψέματα γιατί άρχισα να νιώθω ένοχη από τη στιγμή που ένας άντρας είχε προτείνει να βγούμε μόνοι μας. Ήταν το πρώτο ψέμα, από ενοχή.
Έγραψα: «Μπαμπά, έφυγα την τάδε ώρα. Πηγαίνω να επισκεφτώ τη φίλη μου τη Χρυσούλα στο Φάληρο. Θα γυρίσω σε λίγες ώρες. Μην ανησυχείς». Οπότε όταν ο πατέρας μου επέστρεψε και είδε το σημείωμα, δεν εξεπλάγη, γιατί είχα πράγματι πάει στο Φάληρο και άλλες φορές πριν. Θα είπε: «Καθόταν εδώ μόνη της, θα βαρέθηκε και θα έφυγε».
Τι έκανα για τη δεύτερη φορά που συναντηθήκαμε; Έγραψα στα γρήγορα ένα γράμμα στη μητέρα μου που ήταν στην Κάλυμνο, είπα στον πατέρα μου ότι ήθελα να της το ταχυδρομήσω και το ταχυδρομείο βρισκόταν στο Κουκάκι. Τη δεύτερη φορά που συναντηθήκαμε με τον Τηλέμαχο, δεν καθίσαμε πολύ χρόνο μαζί, απλώς λίγο για να μιλήσουμε και να αποχαιρετιστούμε. Καθίσαμε εκεί στο Κουκάκι, ούτε καν σε παγκάκι και έτσι δε με καθυστέρησε πολύ.
Μετά που επέστρεψαν από το νησί η μητέρα μου και η αδελφή μου, το είπα στην αδελφή μου. Η αδελφή μου δούλευε τότε, ήταν εκκολαπτόμενη μοδίστρα, έπαιρνε παραγγελίες για ρομπάκια από τις γειτόνισσες και είχε αρχίσει να δουλεύει. Της είπα ότι αυτός θέλει να με συναντάει μια φορά την εβδομάδα και δεν ήξερα τι να κάνω. Και είπε: «Θα σε καλύπτω εγώ. Θα σε στέλνω σε πελάτισσες τάχατες για δοκιμές ή ότι θέλω να πάρεις υλικά για μένα και θα σε καλύπτω εγώ για τις ώρες που θα λείπεις». Και είπα: «Εντάξει, αλλά δεν πρέπει ακόμα να πεις σε κανέναν τίποτα, γιατί αυτός θα μου πει όταν έρθει η ώρα να το πω στους γονείς μου». Η αδελφή μου δεν είχε κανένα πρόβλημα με τον Τηλέμαχο. Όλοι στην αυλή τον εκτιμούσαν, συμπεριλαμβανομένων και των γονιών μου, οπότε κι αν το μάθαιναν, δε θα υπήρχε πρόβλημα.
Τη δεύτερη φορά που βγήκαμε, ο Τηλέμαχος μου ανοίχτηκε λίγο περισσότερο και μου μίλησε για τα σχέδιά του. Ανέφερε το κομμάτι γης που είχε αγοράσει στο Γαλάτσι για την αδερφή του και πώς είχε μισθώσει έναν εργολάβο για να χτίσει ένα δεύτερο δωμάτιο. Είπε ότι μόλις χτιστεί το δωμάτιο, θα πραγματοποιηθεί ο γάμος της αδερφής τους και τότε θα μπορέσουμε να μιλήσουμε για το δικό μας μέλλον. Δεν είχαμε τακτικές συναντήσεις μέχρι τον γάμο, αλλά όταν έγινε αυτός ο γάμος, μας κάλεσαν όλους, συμπεριλαμβανομένου και εμένα και του πατέρα μου, στη Ζωοδόχου Πηγής.
Στο γάμο, εκείνος προσωπικώς μοίραζε τις μπομπονιέρες. Όταν πλησίασα να πάρω τη δική μου, δεν υπήρχε καμία αμφιβολία στο μυαλό μου. Μου είχε ήδη πει κατά τη διάρκεια συνάντησής μας: «Εμείς πηγαίνουμε για γάμο. Εσύ έκλεισες για εμένα. Δεν είσαι η κοπέλα με την οποία απλά θα περάσω τον χρόνο μου. Αλλά αυτήν τη στιγμή δεν μπορώ, είμαι και χρεωμένος». Έτσι, όταν τον είδα στις μπομπονιέρες του γάμου, πλησίασα και του είπα: «Και στα ημέτερα, με ήτα». Τώρα, δεν ξέρω αν αυτοί που ήταν πίσω μας μας άκουσαν ή όχι και αμφιβάλλω αν κατάλαβαν τη λέξη “ημέτερα” και τι κι αν είχε ένα ήτα ή ένα ύψιλον, αλλά αυτός κατάλαβε και χαμογέλασε.
Αφού πάντρεψε την αδελφή του, ήρθε μια μέρα και παρέδωσε τα κλειδιά στον πατέρα μου, λέγοντας: «Κυρ-Γιώργο, θα το αφήσω το δωμάτιο. Δεν υπάρχει λόγος να το διατηρήσουμε πλέον. Εγώ κοιμάμαι στα δωμάτια της υπηρεσίας». «Όπως επιθυμείς» απάντησε ο πατέρας μου και από εκείνη τη στιγμή δεν ερχόταν πλέον στην αυλή. Ωστόσο, είχαμε συμφωνήσει να συναντιόμαστε μια φορά την εβδομάδα και συνεχίσαμε να κάνουμε έτσι για έξι μήνες.
Ένα απόγευμα, μου είπε: «Μπορείς να πεις στον πατέρα σου να έρθει αύριο το απόγευμα έξι η ώρα στο τάδε καφενείο;» «Ναι» είπα, κατάλαβα τι ήθελε να πει στον πατέρα μου. Καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου που βγαίναμε εγώ δεν τον είχα ενοχλήσει για δύο λόγους: Πρώτον, μου είχε πει ότι χρωστούσε χρήματα και δεύτερον, εγώ ήμουν μικρή και δε βιαζόμουν να παντρευτώ. Κι όσο βγαίναμε, μαθαίναμε ο ένας τον χαρακτήρα του άλλου. Ήταν καλό που είχαμε την ευκαιρία να γνωριστούμε καλύτερα. Αλλά τώρα πια, όλοι το ήξεραν, συμπεριλαμβανομένων των γονιών μου, καθώς η αδελφή μου τους είχε ενημερώσει. Ωστόσο, όλοι κρατούσαν σιγή ιχθύος για να δουν πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα. Πάντως η αδελφή μου δε χρειάζοταν να με καλύπτει. Η μητέρα μου ήξερε πού πηγαίνω και της είχα πει ακριβώς πού θα είμαι, επειδή, στο κάτω-κάτω, είχε μπει ήδη ο χειμώνας και έκανε κρύο. Συνήθως σινεμά πηγαίναμε.
Μόλις κάθισαν στο καφενείο είπε στον πατέρα μου: «Κύριε Γιώργο, ξέρετε το λόγο που σας κάλεσα. Εγώ αγαπώ την κόρη σας και θέλω να γίνει γυναίκα μου και θέλω να το ξέρετε». «Και εκείνη σε αγαπάει;» τον ρώτησε. «Ναι και εκείνη με αγαπάει». «Αφού τα έχετε βρει οι δυο σας, τι έχω να πω εγώ; Το μόνο που έχω να πω είναι ότι είμαι φτωχός. Δεν έχω τίποτα να αφήσω στο παιδί μου». «Δε σε προσκάλεσα εδώ για να μου πεις ότι είσαι φτωχός. Ξέρω πολύ καλά τι είσαι. Σε κάλεσα για να σε ενημερώσω και να πάρω την ευχή σου». «Αυτήν την έχετε».
Από αυτήν τη στιγμή και μετά, άρχισε να έρχεται στο σπίτι μας με πιο επίσημο τρόπο. Αλλά όταν ερχόταν, η μάνα μου που ήταν νησιώτισσα και οι νησιώτες είναι πολύ φιλόξενοι άνθρωποι, άρχισε να τον περιποιείται. Είχαμε δεν είχαμε χρήματα, πήγαινε στον χασάπη, αγόραζε παϊδάκια και άναβε φωτιά, ξοδευόταν και κουραζόταν. Εκείνος το θεώρησε υπερβολικό και σταμάτησε να έρχεται. Όταν τον ρώτησα το γιατί, μου είπε: «Γιατί δε θέλω να επιβαρύνω τη μητέρα σου. Αφού μπορούμε να βρισκόμαστε, δε χρειάζεται να σε βλέπω στο σπίτι σας, γιατί η μάνα σου σκοτώνεται».
Πέρασε πολύς καιρός. Μετά τον γάμο της αδελφής του, αυτή απέκτησε το πρώτο της παιδί και μετά από δεκατρείς μήνες, απέκτησε και το δεύτερο παιδί. Όταν αυτή γέννησε για δεύτερη φορά, εμείς είχαμε παντρευτεί δύο μήνες. Παντρευτήκαμε το 1952, τρία χρόνια μετά τον αρραβώνα μας. Ο γάμος ήταν πολύ απλός, χωρίς καμία πολυτέλεια. Έγινε στον Άγιο Παντελεήμονα του Ιλισσού, στην ενορία μου.
Το νυφικό μου φόρεμα ήρθε από την Αυστραλία από μια γνωστή μου που πήγε εκεί. Αυτή έκανε έναν ακριβό γάμο και έκανε ένα τάμα για το νυφικό φόρεμα, για να φέρει τύχη στη ζωή της, να το λιώσουν νύφες. Ήμουν μόνο η δεύτερη νύφη που το φορούσε. Ήταν ένα βαρύ νυφικό φόρεμα και φόρεσα επίσης ένα μικρό καπέλο. Η μόνη πολυτέλεια που είχα ήταν ότι ο κομμωτής του Συντάγματος ήλθε στο σπίτι μου για να φτιάξει τα μαλλιά μου. Ήταν ο θείος της φίλης μου της Χρυσούλας και μας το είχε υποσχεθεί και στις δύο, είπε ότι όταν γίνω νύφη θα μου φτιάξει τα μαλλιά μου. Ήταν γνωστός για το ότι έκανε τα μαλλιά της κορυφαίας κοινωνίας της Αθήνας. Με χτένισε πολύ ωραία, αν και δε φορούσα καθόλου μακιγιάζ στον γάμο μου.
Έτσι παντρεύτηκα κι εγώ, παρόλο που περίμενα αρραβωνιασμένη τρία χρόνια, γιατί δεν είχαμε λεφτά και ο Τηλέμαχος ήταν χρεωμένος. Τα λεφτά ήρθαν στα χέρια του αργότερα -και ούτε φαντάζεσαι πώς! Τα καλύτερα τα κρατάω πάντα για το τέλος…
(συνεχίζεται)
photo Vika_Glitter, https://pixabay.com
















































