Βασισμένο σε αληθινά γενονότα – μια ιστορία σε συνέχειες
Παγίδες φτιαγμένες από αγάπη
― Κάθε βράδυ κατά τη διάρκεια της Κατοχής, ο πατέρας μου άκουγε το σταθμό “Ελεύθερη Ελλάδα”, μέσω αυτού του κρυφού ραδιοφώνου που είχε βρει, μαζί με τον φίλο του τον γιατρό. Η Ελεύθερη Ελλάδα μεταδιδόταν από το Κάιρο κάθε μέρα. Και κάθε μέρα ο γιατρός θα έφερνε λιχουδιές για εμένα, «για τη Σεβαστούλα». Ο πατέρας μου ήταν αθώος άνθρωπος, δεν καταλάβαινε γιατί οι λιχουδιές ήταν για εμένα. Ο γιατρός δεν πείνασε, στο νοσοκομείο είχε φαγητό και δεν είχε και άλλο τρόπο να με προσεγγίσει. Εμείς, ως παιδιά, δεν καταλαβαίναμε επίσης και μοιραζόμασταν τα πάντα, ακόμα και η μητέρα μου θα έτρωγε από τις λιχουδιές. Αλλά όλα τα γλυκά τα έδινε πάντα για μένα.
Μέχρι που μια μέρα, ο πατέρας μου του λέει: «Γιατρέ, έχω κάτι να σου πω. Θα ήθελα να γίνουμε συγγενείς». «Κι εγώ το θέλω αυτό, αλλά με ποιόν;» αποκρίθηκε ο γιατρός. Και του λέει ο πατέρας μου: «Με την ανιψιά μου που είναι στην Κάλυμνο». Είχε μια ανιψιά ο πατέρας μου 27 ή 28 ετών τότε, ήταν η αδερφή του Ανδρέα, του ξάδερφου που με βοήθησε. Είχε μεγάλη περιουσία από τον πατέρα της. «Πήγαινε να τη συναντήσεις για να τη δεις και ας γίνουμε συγγενείς».
Και λέει ο γιατρός: «Σε ευχαριστώ πολύ κυρ-Γιώργη και εγώ θέλω πολύ να γίνουμε συγγενείς, αλλά όχι με την ανιψιά σου». «Ε τότε με ποιον;» ρωτάει ο πατέρας μου. «Με την κόρη σου.» «Ποια κόρη μου;» ο πατέρας μου εξεπλάγη. «Αυτή είναι μικρή!»
«Τώρα είναι μικρή, αλλά θα μεγαλώσει. Σε πέντε-έξι χρόνια, θα είναι 18 ετών. Μπορώ να περιμένω».
«Άσ’ το τότε, Γιατρέ, ας περιμένουμε» του λέει. Ο πατέρας μου ξαφνιάστηκε και πήγε και το είπε στη μητέρα μου.
Η αδερφή μου, που ήταν πάντα σουσουράδα -φαντάσου από μικρή ηλικία δεν στρωματσάδα μαζί μας, είχε το δικό της κρεβάτι το οποίο ήταν κοντά στο κρεβάτι των γονιών μας- ένα βράδυ άκουσε τα πάντα. Αλλά δεν είπε τίποτα σε κανέναν, ούτε και σε εμένα. Συχνά όμως καυγαδίζαμε, γιατί πάντα ήθελε τα παιχνίδια μου και ένα βράδυ που είχαμε μια διαμάχη με την αδερφή μου για ένα παιχνίδι που δεν ήθελα να της δώσω, μου είπε ότι αν της το έδινα, θα μου έλεγε κάτι που με αφορά. Τότε μου κέντρισε την περιέργεια και της λέω: «Πάρ’ το, τι έχεις να μου πεις;»
Όταν της έδωσα το παιχνίδι μου είπε ότι: «Ξέρεις αυτός ο γιατρός που έρχεται με τον μπαμπά κάθε βράδυ, δεν έρχεται εδώ για τον πατέρα μας, έρχεται για σένα, έρχεται εδώ για να σε κάνει γυναίκα του, θέλει να σε πάρει». «Εμένα; Αλλά αυτός είναι μεγάλος!» διαμαρτυρήθηκα εγώ. «Θα περιμένει να μεγαλώσεις, το είπε ο μπαμπάς στη μαμά».
Εκείνη τη στιγμή εγώ τρελάθηκα, έπαθα σοκ, σκεφτόμουν: «Τι γυναίκα του;» τότε δεν καταλάβαινα τι σημαίνει. Νόμιζα ότι ήταν απαγωγή, ότι ήθελε να με κλέψει. Δεν ήθελα να φύγω από την οικογένειά μου. Άρχισα να κλαίω και πήγα και το είπα στη μητέρα μου. Ρώτησα τη μητέρα μου: «Αυτό το άτομο που έρχεται εδώ έρχεται για να με πάρει; Τι θα κάνω; Δε θέλω να φύγω από εδώ!» «Ηρέμησε, παιδί μου» μου είπε η μητέρα μου «δεν είναι τίποτα». Προσπάθησε να με καθησυχάσει. «Σ’ αγαπάει περισσότερο σαν παιδάκι».
Αυτά που μου έλεγε η μητέρα μου δεν έκαναν τίποτα για να ανακουφίσουν το μυαλό μου και άρχισα να έχω μια απαίσια συμπεριφορά απέναντί του. Για παράδειγμα, αν τον έβλεπα να έρχεται κάτω από τον δρόμο, δε θα έμπαινα στο σπίτι ή θα έβγαινα από το σπίτι μέχρι να φύγει. Αν ήμουν έξω, θα περίμενα για δύο ώρες ή τρεις ώρες αν χρειαζόταν. Αν τώρα ήμουν μέσα στο σπίτι και δεν είχα προλάβει να βγω έξω, θα κρυβόμουν κάτω από ένα κρεβάτι και δεν έβγαινα αν δεν έφευγε. Αυτός το καταλάβαινε και το παρακαταλάβαινε και είπε στον πατέρα μου γι’ αυτήν τη συμπεριφορά: «Τι είναι αυτά τα πράγματα;» ρώτησε. «Άσ’ τα, η μικρή το σφύριξε στη μεγάλη και τώρα αυτή σε βλέπει ως εχθρό» του είπαν. Δεν μπορούσαν να με ηρεμήσουν με τίποτα, είχα αγριέψει. Με επέπληξαν γι’ αυτό, γιατί ήταν αγενές, ειδικά σε φτασμένο γιατρό, αλλά εγώ τους είπα ότι θέλω αυτός να φύγει και να μην ξαναγυρίσει ποτέ. Του πήρε πολύ καιρό, αλλά κάποια στιγμή εθίγη ο εγωισμός του και δεν ξανάρθε πίσω, εξαφανίστηκε.
Πέρασαν έξι χρόνια από τότε, κατά τη διάρκεια αυτών των έξι χρονών έγινα 18 χρονών. Όταν ήμουν δώδεκα, αυτός πρέπει να ήταν τριάντα πέντε. Νέος στην ηλικία για γάμο, αλλά όχι για εμένα, για μια εικοσιπεντάρα ή έστω τριαντάρα ήταν ό,τι έπρεπε. Ήταν στα καλύτερά του χρόνια, στα νιάτα του απάνω ως άντρας, αλλά εγώ τότε ήμουν ακόμα ένα μωρό.
Πάντως αυτός τα μετρούσε τα χρόνια και μια μέρα στα καλά καθούμενα, να ‘τος και εμφανίζεται στην αυλή, αλλαγμένος λιγάκι, με πιο γκρίζα μαλλιά. Ήταν τώρα σαράντα ενός ετών, ακόμα νεότατος, αλλά εγώ πια είχα γνωρίσει τον παππού σου. Όταν είδα τον παππού σου σαν άνθρωπο για πρώτη φορά, ήμουν μόνο δεκαεπτά χρονών, αλλά αυτός μίλησε μαζί μου όταν ήμουν δεκαοκτώ, αμέσως μετά την αποφοίτησή μου από το σχολείο.
Όταν ήρθε ο γιατρός, ήμουν ήδη δεκαοκτώ χρονών πια, πιθανώς δεκαεννιά επειδή είχα τελειώσει περίπου ένα χρόνο το γυμνάσιο. Μπαίνει μέσα γελαστός κι έτυχε να είμαι κι εγώ εκεί. Φυσικά, είχα αλλάξει, δεν ήμουν πια το αγρίμι, ήμουν μια σοβαρή κοπέλα. Τον υποδεχτήκαμε με πολύ χαρά και ευγένεια, εγώ η ίδια του έφερα μια καρέκλα και κάθισε. Τον περιποιηθήκαμε, τον κεράσαμε και, μέχρι να φύγει, δεν είπε τίποτα. Όλοι ήταν ευτυχισμένοι που ήρθε επειδή ήταν ένας αξιοσέβαστος άνθρωπος και όλοι έλεγαν πώς ο μπάρμπα-Γιώργης κάνει παρέα με έναν τέτοιο αξιόλογο πρόσωπο. Ήταν εξειδικευμένος γιατρός σε νοσοκομείο.
Όταν ήρθε η ώρα να φύγει, τον συνόδευσα ως την πόρτα και καθώς έφευγε, μου είπε: «Πρέπει να κατάλαβες τον σκοπό της επίσκεψής μου».
Κι εγώ είπα: «Λοιπόν, κι αν κατάλαβα τι σημασία έχει;»
Και αυτός είπε: «Θα ήθελα να βρεθούμε σε μια συνάντηση οι δυο μας».
Συμφώνησα. Έτσι κανονίσαμε μια συνάντηση στο Σύνταγμα, σε ένα ζαχαροπλαστείο που λεγόταν Πράπας. Τότε δεν είχαμε καφετέριες, μόνο ζαχαροπλαστεία. Ο Πράπας και ο Φλόκας ήταν. Πηγαίναμε εκεί για γλυκά ή για παγωτό ή πηγαίναμε σινεμά. Δεν πίναμε καφέ, δεν γνωρίζαμε τον φραπέ. Εγώ έβγαινα με τον παππού σου μια φορά την εβδομάδα και με πήγαινε για παγωτό ή στον κινηματογράφο. Δεν πηγαίναμε στο θέατρο, ούτε υπήρχαν κλαμπ ή κάτι τέτοιο. Ο κινηματογράφος ήταν η καλύτερη μορφή ψυχαγωγίας, σαν το “Αττικόν”, αυτόν στη Μεγάλη Βρετανία, ή το “Άστυ”. Οι καφετέριες ήρθαν πολύ αργότερα, εγώ είχα μεγαλώσει, αυτή ήταν πλέον η εποχή της μητέρας σου.
Πήγαμε στο Σύνταγμα για γλυκό, μου μίλησε για το παρελθόν και ζήτησα συγγνώμη για τη συμπεριφορά μου. Του είπα ότι πρώτα απ’ όλα χρωστούσα μια συγγνώμη και έπρεπε να εξηγήσω τη συμπεριφορά μου και γι’ αυτό δέχτηκα να βγω μαζί του. Χρωστούσα μια συγγνώμη και να εξηγήσω τη στάση μου, ακόμα κι αν δεν έφταιξα σε κάτι. Ήταν μια άσχημη στιγμή. Εγώ ήμουν μόλις δώδεκα χρονών και δεν ήξερα τίποτα για το γάμο και τη δημιουργία οικογένειας, ήμουν μεν ένα ζωντόβολο, αλλά ήταν και πολύ άσχημο αυτό που δέχτηκα, ήταν σαν να έπεσε ένας κεραυνός πάνω στο κεφάλι μου. Ως παιδί που ήμουνα, δεν μπορούσα να καταλάβω ότι αυτό που έκανα ήταν πολύ άσχημο.
Τον ρώτησα: «Τώρα, τι θέλετε από εμένα;»
Και μου είπε: «Αναγκάστηκα να φύγω επειδή δεν το άντεχα αυτό το πράγμα, να κρύβεσαι, να μπαίνεις κάτω από τα κρεβάτια, να μην μπαίνεις μέσα στο σπίτι. Τα χρόνια πέρασαν και, όπως βλέπεις, δεν έχω παντρευτεί. Αλλά τώρα είσαι μια ώριμη κοπέλα, μια ακαδημαϊκός πολίτης, έχεις ενταχθεί στην κοινωνία. Άμα μου πεις ένα ναι, μέσα σε μια εβδομάδα μπορούμε να παντρευτούμε!»
«Ευχαριστώ πάρα πολύ» του είπα «για την πρόταση που κάνεις, αλλά είναι πολύ αργά. Εγώ πλέον έχω έναν δεσμό, πολύ σοβαρό».
Και μου λέει: «Ε, θα τον ξεχάσεις τον δεσμό, αυτό δεν είναι τίποτα σπουδαίο».
«Δεν είναι σπουδαίο; Είναι πάρα πολύ σπουδαίο» του λέω. «Διότι τον δεσμό αυτό δεν μου τον επέβαλε κανένας, τον έφτιαξα μόνη μου. Και τον άνθρωπο αυτόν που έχω αγαπήσει, τον διάλεξα μόνη μου, τον αγάπησα μόνη μου. Δεν είναι εύκολο».
«Είναι πολύ εύκολο», μου είπε. Ήθελε να μάθει ποιος ήταν αυτός και το επάγγελμά του και μόλις το έμαθε μου είπε: «Θα σου προσφέρω μια πολύ καλύτερη ζωή».
«Δεν ενδιαφέρομαι για τη μεγάλη ζωή», του είπα. «Ενδιαφέρομαι για αυτό που λέει η καρδιά μου. Εγώ έχω συνηθίσει να ζω απλά. Είμαι μαθημένη να ζω φτωχικά».
Αυτός επέμενε, εγώ επέμενα και, τελικά, αναγκάστηκα να πω ένα ψέμα. Ήταν ψέμα επειδή δεν είχαμε σχέσεις με τον παππού σου και του είπα: «Αλλά τώρα τι ζητάτε… Εγώ εκτός απ’ την καρδιά μου, έχω δώσει και το σώμα μου, έχει γίνει». Επειδή περίμενα να τελειώσει εκεί η υπόθεση. Ω, αλλά αυτός μου έδωσε μια απάντηση… Γιατρός δεν ήταν, τι περίμενα;
«Α, άκου να σου πω» μου είπε «αν νομίζεις ότι η ηθικότητα της γυναίκας μετριέται από ένα κομματάκι, από μια μεμβράνη που λέγεται παρθενία, είσαι γελασμένη! Δε δίνω σημασία σε αυτά τα πράγματα. Σημασία δίνω στην ηθικότητα και στις αρχές μια γυναίκας, στο ήθος της. Αυτό μετράει για μένα. Η παρθενία δε με ενδιαφέρει».
«Μπα σε καλό σου!» σκέφτηκα και επίσης σκέφτηκα ότι είναι αδύνατον να αντιμετωπίσεις κάποιον τέτοιον και ότι έκανα λάθος με την απάντησή μου, γιατί θα έφευγε με την ιδέα ότι είμαι και χαλασμένη, όπως θα λέγανε τότε. «Α, στα κομμάτια, την πάτησα!» σκέφτηκα.
Γυρίζω και του λέω: «Ψέματα σου είπα. Με συγχωρείς, αλλά νόμιζα ότι με αυτόν τον τρόπο θα σε απωθούσα. Δεν το πέτυχα. Αλλά να ξέρεις ότι δεν έχει γίνει τίποτα, είμαι αγνή». Και αυτός αγρίεψε και φώναξε: «Γιατί το έκανες αυτό, προσπάθησες να με κοροϊδέψεις, εμένα, έναν ολόκληρο επιστήμονα, πήγες να με δοκιμάσεις, εσύ η παιδούλα; Γι’ αυτό αυτή τη στιγμή απαιτώ να δοκιμάσεις εσύ τον εαυτό σου και να εγκαταλείψεις αυτό το συναίσθημα και να γυρίσεις κοντά μου».
«Όχι», του είπα. «Γιατρέ», δεν ήξερα αλλιώς να του μιλήσω, “γιατρό” τον έλεγα, «μην επιμένεις, σε παρακαλώ πάρα πολύ. Είναι η πρώτη και η τελευταία φορά που βγαίνουμε. Τελειώσαμε, πήγαινε να φτιάξεις τη ζωή σου» του είπα. «Είσαι ακόμα νέος, έχεις ηλικία καλή να βρεις την ανάλογη κοπέλα να φτιάξεις τη ζωή σου, ξέχασέ με εμένα».
Έφυγε και δεν τον είδαμε ξανά. Περνάνε δύο χρόνια, ήμουν έτοιμη για γάμο με τον παππού σου. Κάποια στιγμή κάπου περπατούσα και αισθάνομαι ένα χτύπημα στην πλάτη. Ήταν ο ίδιος. Είπε: «Είδες πώς τα φέρνει η μοίρα; Πάλι να συναντηθούμε, έστω και τυχαία;»
Δεν καθίσαμε πουθενά, επιτόπου μου λέει: «Εγώ επιμένω στην πρότασή μου, μήπως άλλαξες γνώμη;»
Απάντησα: «Όχι, τελειώσαμε είπαμε!»
Tο είπα στον παππού σου και εκείνος αγρίεψε, με ρώτησε ποιος είναι αυτός ο άνθρωπος και αν πρέπει να πάει να τον βρει. Του είπα να ηρεμήσει και ότι μπορώ να το αντιμετωπίσω μόνη μου. Του ζήτησα να καθίσει εκεί που κάθεται και να αφήσει τα κουμπούρια του γι’ άλλη φορά. Μετά από πολλά χρόνια, έμαθα από τον Σύλλογο της Καλύμνου για τη ζωή του γιατρού, ότι παντρεύτηκε και ότι πέθανε σε μεγάλη ηλικία.
Μια τόσο μεγάλη διαφορά ηλικίας ήταν πολύ συνηθισμένη τότε, ήταν φυσιολογική μια διαφορά είκοσι ετών. Ο άντρας είθιστο να είναι μεγαλύτερος από την γυναίκα, ή μάλλον έπρεπε. Μια εξαίρεση είναι οι γονείς του παππού σου που παντρεύτηκαν, γιατί όταν ο προπάππους σου παντρεύτηκε την προγιαγιά σου, αυτή ήταν πέντε χρόνια μεγαλύτερη από αυτόν. Έτσι, όταν οι γιοι του πήραν μιρκότερες γυναίκες, τότε αυτός ο παππούς ο είπε μόνο μία λέξη: «Επιτέλους, οι γιοί μου, δε με νοιάζει τι είδους γυναίκες πήραν, αλλά πήραν μικρές γυναίκες!»
Χάρηκε που πήρανε μικρές γυναίκες γιατί φαίνεται κάποιο παράπονο είχε. Η προγιαγιά σου η Βασούλα ήταν τόσο γεροντότερη που κατάφερε να έχει μόνο τρία παιδιά πριν σταματήσει η περίοδός της. Τότε η περίοδος στις γυναίκες σταματούσε νωρίς, οι γυναίκες δεν παρέμεναν γόνιμες για πολύ καιρό, γιατί δεν είχαν καλή διατροφή. Αλλά φταίει και που ο προπαππούςείχε πάει στην Αμερική για λίγο και μόνο όταν γύρισε έκανε το τρίτο και τελευταίο του παιδί.
Οι άνθρωποι δεν ήξεραν πώς να παίρνουν προφυλάξεις και απλά έκαναν τόσα παιδιά όσα τους έδινε ο Θεός, γι’ αυτό η γιαγιά μου η Σεβαστή, έκανε δώδεκα παιδιά και η μητέρα του πατέρα μου έκανε το ίδιο. Αλλά πεθαίνανε τα παιδιά, δε ζούσανε -κάθε χρόνο βγάζανε παιδί και όποιο ζούσε… Δηλαδή τους πεθαίνανε τα παιδιά χωρίς να ξέρουνε γιατί. Τα γεννούσανε γερά και πηγαίνανε κάμποσων μηνών, ενός έτους, δύο ετών και πεθαίνανε για ψύλλου πήδημα. Δεν υπήρχαν τα ιατρικά μέσα τότε, ούτε να ξέρουν τι γινόταν, ούτε να τα βοηθήσουν.
Η διαφορά ηλικίας ήταν αποδεκτή για αυτούς τους λόγους, τόσο τα δεκαπέντε χρόνια που είχα με τον παππού σου, όσο και τα είκοσι κάτι χρόνια που είχα με τον γιατρό. Και πάλι ήμουν μικρή, αλλά όχι τόσο μικρή ώστε κάποιος να αντιδράσει. Όταν ο γιατρός πρότεινε τον γάμο στον πατέρα μου, ο πατέρας μου του είπε ότι η κόρη του ήταν πολύ μικρή και δεν μπορούσε να απαντήσει τότε, αλλά δεν τον απέκρουσε κιόλας. Δεν του είπε: «Έχεις μεγάλη ηλικία, τώρα τι ζητάς;» Απλά είπε: «Είναι παιδί και δεν μπορώ να πω τίποτα ακόμα! Να περιμένουμε λίγο.»
Ήμουν δώδεκα χρονών και δεν ήμουν μακριά από την ηλικία του γάμου. Για παράδειγμα, αν μια κοπελίτσα τύχαινε να μείνει έγκυος στα δεκαέξι της χρόνια, οι γονείς θα προσπαθούσαν να την παντρέψουν είτε με τον πατέρα του παιδιού είτε με κάποιον άλλον. Σήμερα τα πράγματα είναι πιο ελεύθερα, ακόμα και έγκυος να μείνει η κοπέλα, οι γονείς το αποδέχονται και ακόμα το μεγαλώνουν και μόνοι τους, δε χρειάζεται να την παντρέψουν.
Τα βλέπεις τα νύχια μου; Είναι πολύ όμορφα γιατί πάω σε ένα μαγαζί που άνοιξε κοντά μου, μια Βουλγάρα το έχει, πολύ καλή στη δουλειά της. Στο λέω γιατί μου είπε ότι είναι μόνο σαράντα χρονών και είναι ήδη γιαγιά ενός κοριτσιού τριών ετών. Τώρα είναι παντρεμένη με Έλληνα και ζούνε εδώ, αλλά έχει μια κόρη είκοσι πέντε ετών, που την έκανε στα δεκαπέντε της στη Βουλγαρία. Αυτή η κόρη της έκανε μια εγγονή. Αυτό έγινε γιατί αυτή η κυρία είχε έναν πατέρα πολύ αυστηρό που δεν την άφησε να το ρίξει το παιδί και μάλιστα την πάντρεψε με άλλον, όχι με τον πατέρα του παιδιού. Αυτά ακριβώς γινόντουσαν και στην Ελλάδα.
Παρ’ όλο που ήμουν τόσο μικρή και αυτοί οι άντρες δεν μπορούσαν να γνωρίζουν το βάθος του χαρακτήρα μου, έλκονταν από τα νιάτα μου και την ομορφιά μου. Γι’ αυτό ο γιατρός ήταν τόσο επίμονος. Ο παππούς σου, λόγω της δουλειάς του, είχε γυρίσει όλη την Ελλάδα και είχε φιλενάδες, αλλά μόλις με είδε εμένα, το μάτι του καρφώθηκε πάνω μου. Ήξερε ότι ήμουν παιδί, αλλά αυτό δεν τον εμπόδιζε. Μου το είχε πει αργότερα ότι ήξερε ότι θα εξελιχθώ σε μια όμορφη γυναίκα.
Και με παρακολουθούσε κιόλας, χωρίς να το πάρω είδηση. Μάθαινε για την πρόοδό μου γιατί κατά σύμπτωση, δύο άτομα που ήταν κόρες των συγγενών του, ήταν συμμαθήτριές μου στο σχολείο. Μία ήταν κόρη του πρώτου ξαδέρφου του και η άλλη ήταν κόρη του κουμπάρου του. Πήγαινε και στα δύο σπίτια και ρώταγε για μένα.
― Πρέπει να μου πεις για τον παππού.
― Τι να σου πω για τον παππού;
― Να μου πεις πώς τελικά τα φτιάξατε.
― Εκείνη είναι μια άλλη ιστορία. Και δεν ξεκίνησε όπως νομίζεις.
(συνεχίζεται)
photo by Leo_65, https://pixabay.com