ΔΙΑΚΕΝΤΡΟΙ (θεατρικό, απόσπασμα – α)
Πατέρα.
Σκύψανε τα σύννεφα και πήραν από τη γη τη βροχή , αγκαλιά τους – τη σήκωσαν ψηλά για να μην είναι μόνα… Ύστερα την ταξίδεψαν να δει από πολύ ψηλά πως όταν πέφτει εξαγνίζεται ο κόσμος, δίχως να κρύβει ήλιο ή φεγγάρι.
Η βροχή πήρε ένα φιλί ζωής της στα χαμηλά τους ύψη, ως τα ύψη της, τότε
το έκανε μικρούς καθρέφτες της
και στα σύννεφα χάρισε την εικόνα τους να δούνε, ότι στο γκρι τους είναι όμορφα.
Μα δεν είναι το γκρι το άσχημο, είναι το μουντό μιας ώρας που κλείνουν και έχουν μια άκρη δόρατος για να τρυπούν καθρέφτες…
Κάπου εκεί ανοίξανε οι ουρανοί και είδα έναν πατέρα…
Ήταν ο φιλόμουσος των φιλουμενων γυναικών και των φυγόποινων των ενόχων να λέει: κόρη μου…
Συνέχισε να κοιτάς τις στάλες που μικραίνουν στους κύκλους τους στη γη, εσύ να μένεις με τα πόδια στο σώμα σου και τα χέρια στα σύννεφα γιατί κάποιοι δρόμοι, είναι η ίδια η απόσταση που θα λυτρώσει…
Ξέρεις καλύτερα από τον καθένα μόνο εσύ… για σένα, κόρη…
Μείνε σαν βροχή μείνε σαν σύννεφο ο ήλιος που δεν κρύβεται η νύχτα που φέρνει το φεγγάρι στα αστέρια φως… στην άθλια ακουστική των ήχων που μιλούν ωραία το παραλίγο τους και παραπάνω τους, ναι θυμήσου τι σου έλεγα πριν δω να μεγαλώνεις : θα έρθουν να σου πουν για ομορφιές, για έρωτες αγάπες..
Θυμήσου η αγάπη τι είναι.
Όπως αν χάνεις το φως σου, κοίτα γύρω σου και δώσε φως συγχώρεση και φύγε έχεις δρόμο πολύ… Θα φτάσεις. Μην λοξοδρομείς ο δρόμος ένας, ο τόπος πάλι ένας…
Να μην κοιτάς ούτε χαμηλά ούτε ψηλά, αλλά τις αποστάσεις, κι αν τις κρατάς θα έχεις μια ματιά τόσο φωτεινή όσο η ψυχή σου.
Τότε… λύγισαν οι Στάλες της Βροχής πέσαν κατά γης.
Σαν Στάλες δίχως σώμα.
Η φωνή μου φώναξε πατέρα.
……
Τα σύννεφα έσκυψα. Και σήκωσαν τις στάλες.
Τα μάτια όλο φως, δεν ξεγελιούνται άλλο από πλάνες ταξιδιών, μπορούν να ταξιδεύουν μόνα στις αποστάσεις…
Κάποτε “κόσμε” θα σου γνώριζα έναν πατέρα, μα θα ήταν τόσο λίγο να αγαπήσεις την Ανάμνηση του και μεγάλη ντροπή για τα μέσα μου που δεν τα ξέρεις…
Ούτε έχεις ικανότητα να μάθεις κόσμε του κόσμου σου…
όταν κόσμε στην φρενίτιδα του εγώ σου, είσαι μοναχα προδότης, ακόμα και δικός σου!
……
Πατέρα! ….
Την προστασία σου από κακοκαιρους ζωής μου και κακοκαιρους ανθρώπους!
Τη δύναμη σου στάλαξε με το αποψινό φεγγάρι να τριγυρίζω φωτεινά τα σκοτεινά δρομάκια τους, και στις αγώγιμες τις λεωφόρους τους – να βρίσκω το εγώ τους μέσα σε ήλιο δεμένο τους για να νομίζουν πολύ το τίποτα τους ως νίκη τους στο θάνατο – για να ζεσταίνουνε τα δηλητήρια τους, εσύ πατέρα πόσο το ξέρεις… το ξέρεις πως δεν τους έχω ανάγκη.
Έχω ανάγκη όχι τη χρησιμότητα τους, αλλά όταν χρειάζονται, έτσι χρειάζομαι.
Απόψε ζω δικούς μας καιρούς με φωνή που δεν ξέρω εάν φώναξε ή ρίγησε, ΠΑΤΕΡΑ!
photo aamiraimer / https://pixabay.com