Το νυχτικό βγήκε στον δρόμο μοναχό-
το σώμα παραλήφθηκε-
μεταξωτό σχήμα της απουσίας,
κατάλευκο, ιδανικό κοντράστ για τα σκοτάδια.
Απόψε δε φυσάει έξω,
ακινησία δεν προέβλεψε το αθώο ύφασμα.
Νόμιζε έξω απ’ το δωμάτιο
θα το περίμενε ένας παράδεισος,
έτσι ελαφρύ.
Εν δυο, εν δυο
ζήλεψαν πόδια τα μανίκια
και βηματίζουν πρώτη φορά.
Παράξενη η ανθρώπινη ζωή-
δεν είναι μοναχά σιδερωμένη, ασιδέρωτη
στ’ άπλυτα ή στα πλυμένα.
Το νυχτολούλουδο στο απέναντι μπαλκόνι
ξεραμένο,
δυο μπουκάλια πλαστικά στο δρόμο,
στο πράσινο φανάρι η γυναίκα βάφει τα χείλια
ροζ.
Η πόρτα ασφαλείας δε σφάλισε καλά
τους φόβους και απόψε∙
από τις δέκα παραδόθηκαν στον έρωτα του Ζάναξ.
Το κόκκινο φωτάκι λαμπιόνι σε δέντρο
δημοσίας χρήσης
στόλισε Χριστούγεννα
να προσκυνήσει ο άντρας την πληρωμένη
Παναγία.
Περπάτησε πολύ το νυχτικό.
Όλα τα είδε.
Ύστερα γύρισε στο σπίτι,
φόρεσε το σώμα
κι αποκοιμήθηκε.
photo by JillWellington, https://pixabay.com
















































