Μια φορά κι ένα καιρό ήταν μια αμοιβάδα. Αυτή η αμοιβάδα ήταν ξεχωρίστη που ήξερε να αγαπάει και να νοίαζετε τους άλλους. Ήταν παιδί και πάντα έλεγε οτι σκεφτόνταν, ακόμα και αν οι άλλες αμοιβάδες τον κοιτούσαν περίεργα, γιατί ξέχασαν αυτό το παιδί που έχουν μέσα τους και απλα το παραμελούσαν. Αυτή η αμοιβάδα έκανε ότι ένιωθε χωρίς να νοίαζεται τι λένε οι γύρω του. Έκανε αυθόρμητα πράγματα και αυτό εκνεύριζε μερικές αμοιβάδες.
Μια μέρα μια άσπρη αμοιβάδα κόντεψε στην αμοιβάδα που ήταν σαν παιδί. Αυτή η άσπρη αμοιβάδα νοιαζόνταν για αυτη την αμοιβάδα και του έδειχνε αγάπη. Τον φρόντιζε και ήθελε να έχει τον έλεγχο για να τον προσέχει. Μια μέρα όμως η άσπρη αμοιβάδα είδε κάτι αυθόρμητο πάνω στην άλλη αμοιβάδα και δεν της άρεσε. Γιατί την θεωρούσε ανώριμη και ένιωθε αυτή η ασπρη αμοιβάδα να φύγει. Τότε η αμοιβάδα άρχισε να παρακαλεί την άσπρη αμοιβάδα.
Τότε η αμοιβάδα άλλαξε συμπεριφορά, ήθελε να γίνει στα μάτια της άσπρη αμοιβάδας αρεστώς. Τότε η άσπρη αμοιβάδα εκμεταλλεύτηκε την ευάλωτη πλευρά της άλλης αμοιβάδας και απλά άρχισε να παίζει μαζί του.
Προσπαθούσε να τον τρελάνει, να παίξει με το μυαλό της συγκεκριμένης αμοιβάδας. Τον έκανε να σκέφτεται αρνητικά και άσχημες σκέψεις για τον εαυτό του και για τους άλλους. Βασανιζόνταν μέρα νύχτα.
Αυτή η αμοιβάδα δεν καταλαμβαίνε ότι η άσπρη αμοιβάδα του έκανε κακό. Ότι ήθελε απλά να τον καταστρέψει. Η αμοιβάδα ήταν τόσο ερωτευμένος με την άσπρη αμοιβάδα, που δεν έβλεπε μπροστά του. Δεν ήξερε τι έκανε και απλά έκανε ότι έλεγε η άσπρη αμοιβάδα.
Μετά απο λίγο καιρό η άσπρη αμοιβάδα άρχιζε να βαρίεται. Όποτε ήθελε εμφανιζόνταν και όποτε ήθελε εξαφανιζόνταν. Θεωρούσε η άσπρη αμοιβάδα ότι ήταν παιχνίδι η άλλη αμοιβάδα, χωρίς να νοίαζεται για τα συναίσθηματα αυτή της αμοιβάδας. Άφηνε την αμοιβάδα να κλαίει χωρίς να νοίαζεται γιατί κλαίει, απλά δεν την ενδιέφεραι.
. Έτσι μια μέρα αποφάσισε να φύγει η άσπρη αμοιβάδα και απλά έφυγε σαν να μην συμβαίνει τίποτα. Η άλλη αμοιβάδα υπόφερνε καθημερίνα. Παρακαλούσε την άσπρη αμοιβάδα να μείνει. Έγινε σκουπίδι, ταπεινώθηκε και έφτασε στον μηδέν για την άσπρη αμοιβάδα. Ήταν στα πατώματα και απλά έκλαιγε.
Τότε η μητερά αυτή της αμοιβάδας δεν ήταν καλά. Έβλεπε το παιδί της πονάει και δεν ήξερε τι να κάνει
Μια μέρα η μητέρα της αμοιβάδας τον άκουσε να τραγουδάει και τότε αποφάσισε να τον στείλει σε μαθήματα φωνητικής γιατί ήξερε ότι το τραγούδι τον κάνει ευτυχισμένο. Στην αρχή η αμοιβάδα ήταν αρνητική προς την μητέρα της.
Δεν είχε όρεξη να κάνει τίποτα. Απλά ήθελε να είναι κλεισμένο στο δωματίο του. Μετά απο λίγο καιρό η αμοιβάδα το σκέφτηκε καλά και άκουσε την μητέρα του. Πήγε και έκανε μαθήματα φωνητικής.
Απο τότε άρχισε να βγαίνει απο την θλίψη, και άρχισε μέσα απο τις στάχτες του να αναγγενίεται. Να γίνεται μια χαρούμενη αμοιβάδα που ήξερε τι θέλει απο την ζωή του, και να ανοίγει τα φτερά του.
Σιγά σιγά άρχισε να εξελίσσεται στο τραγούδι. Έτσι μια μέρα μια μπλε αμοιβάδα τον άκουσε και της άρεσε και πιστεύε ότι είναι ένα μεγάλο ταλέντο. Του έδωσε ευκαιρία να τραγουδήσει σε κέντρο παρόλο που ήταν άπειρος. Πήρε το ρίσκο και τον δοκιμάσε. Τελικά η ευκαιρία που του έδωσε την άρπαξε η αμοιβάδα.
Ο κόσμος τον αγάπησε. Όταν είδε η άσπρη αμοιβάδα να σηκώνεται και να ανεβαίνει ψυχολογικά, θύμωσε τόσο πολύ.
Σκέφτηκε γιατί αυτός να είναι καλά και εγώ όχι; Γιατί εγώ να ζώ στην δυστυχία μου και αυτός να είναι ευτυχισμένος; Γιατί να είμαι εγώ αποτυχήμενη και αυτός να είναι επιτυχήμενος; Έτσι μια μέρα τον βρήκε και του είπε: ‘’Δεν αξίζεις τίποτα. Όλοι σε κοροιδεύουν. Είσαι ένας αποτυχημένος. Βάλε τέρμα στην ζωή σου γιατί είσαι βάρος της κοινωνίας.’’
Τότε η αμοιβάδα απάντησε: Δεν είμαι βάρος της κοινωνίας. Δεν είμαι λαιμαργος της κακίας για να είμαι χοντρός στην ψυχή. Κόψε αυτή την λαιμαργία που λέγεται κακία και άρχισε να κάνεις διαίτα της καρδίας που θα σε βοηθήσει απο χοντρή ψυχή να γίνεις λεπτή. Να αγαπήσεις χωρίς να έχεις πείνα και δίψα να κάνεις κακό σε άλλους’’.
Τότε η άσπρη αμοιβάδα έμεινε αναυδη. Γιατί τον υποτίμησε και τελικά κατάλαβε ότι δεν είναι τόσο χαζός όσο νόμιζε. Έτσι μια μέρα του ζήτησε συγνώμη και του ζήτησε να ξαναγίνουν φίλοι. Όμως η αμοιβάδα δεν ήθελε γιατί είχε αξιοπρέπεια. Σύγχωρεσε την άσπρη αμοιβάδα. Όμως δεν την είχε στην ζωή του. Προτίμησε μακρία και αγαπημένοι.
Έτσι ο καθένας πήρε το δρόμο που του αξίζει. Η άσπρη αμοιβάδα έζησε στην μοναξία και στην θλίψη και μετατράπηκε σε μαύρη αμοιβάδα επειδή η ψυχή της μαύρισε απο την πολύ κακία. Εννόω η αμοιβάδα έγινε μεγαλός τραγουδίστης. Κατάφερε να κάνει οικογένεια και παιδία και να έχει μια όμορφη ζωή.
Έτσι έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα