Κάτω απ’ το σελάγισμα των πλειάδων
και τη μαρμαρυγή της αλαφιασμένης σελήνης,
σκοντάφτω σε φλύαρους εγωισμούς,
φιλάρεσκες σκιές,
αδιάφορες
έως αδιέξοδες αυλές,
σε τοίχους,
σιωπές,
αμίλητα βλέμματα.
Αφήνω δυο γυμνόστηθα χρυσάνθεμα
στο πέτο του Οκτώβρη
και ξεκλειδώνω αναφανδόν
του κόσμου το παραλήρημα.
Τι τυμπανοκρουσίες, τι κακό…
Κάτι παιδιά μαζεύουν απ’ τις λάσπες
πεφταστέρια
και τα δολοφονημένα μας ποιήματα.
Όσο να πεις, τους αρμόζει
ένας αξιοπρεπής ενταφιασμός.
Κατά τα λοιπά, στη γειτονιά μας,
η γηραιά μητριά με σφαλιστές τις πόρτες,
προβάρει το ρόγχο του θανάτου.
Τ’ αποπαίδι σέρνεται στα πόδια της,
εν αναμονή θερμού επεισοδίου,
οι αφέντες λεν πως είμαστε σε πόλεμο!
Αφήνω τους “νεκρούς” στην ησυχία τους,
ν’ αναμένουν τα “καραβάνια του φωτός”
και δραπετεύω
πριν την υποστολή της σημαίας.
Έκπληκτοι παρατηρητές
κλαψουρίζουν στην ιδέα επανάληψης της ιστορίας!
Αιώνες τώρα ανεπίδεκτοι μαθήσεως…
photo by Kincse_j, https://pixabay.com















































