Γύρω από τεράστιους θάμνους το δίχως άλλο
θα πρέπει να δούμε την αλήθεια απόψε,
κοντά στη συντροφιά αγγέλων
που θα πρέπει να παρακαλέσουμε
να κοιμηθούν κοντά μας
μιας και τον ύπνο αυτό τον τελευταίο
που κάνουμε, πολύ τον φοβόμαστε.
Δεν πρέπει να αναβάλεις αυτό που
δεν μπορείς να κάνεις σήμερα για αύριο
αλλά να το εγκαταλείπεις.
Πρέπει να βρίσκεις ένα όνειρο
που να σε αντέχει και να μη βρίσκει καταφύγιο
η δειλία σου εκεί.
Και την αλήθεια δεν πρέπει να την κοιτάς
μέσα από καθρέφτη γιατί φαίνεται αντίστροφη.
Μέσα στο μυστικό κέλυφος του κόσμου
ξεδιπλώνονται οι ρίζες των φυτών προς τα κάτω
με την αυταρέσκεια ταξιδιωτών.
Ζυγίζονται επάνω τους μαϊμούδες και τροπικά
πτηνά που φέγγουν σαν δαίμονες.
Στον ζεστό ατμό της καρδιάς σας
αφήνω μια επιστολή.
Κι αν τα γράμματα διαβαστούν
όταν η μυστική μελάνη ρεύσει,
θα πρέπει σύντομα
να ονειρευτείτε το μη Υπάρχον.
Κάτω απ’ τα πετρώματα μια θάλασσα
που μισεί τον εαυτό της
κι είναι γεμάτη φιλοσοφία και
έργα άριστα που ’μείναν όμως
πάντοτε κρυφά.
Ζητώντας απ’ τον ήλιο
το ακριβότερό του φως
και της νύχτας το πιο πηχτό σκοτάδι
για να ολοκληρωθεί.
Σαν μια λευκή λεοπάρδαλη
γεμάτη ορέξεις
χίμηξε ύστερα επάνω
στις πράξεις που δεν άντεχε
ανολοκλήρωτες.
Η αυταρέσκεια του ταξιδιώτη,
στα οράματα ως έτεινε,
έγινε τελικώς ενημερωτικό φυλλάδιο,
με μια τρύπα στη θέση της εικόνας.
Ό,τι της Φύσης, γιγάντωνε τον εαυτό του
μέχρι που έσβησε σαν σπίρτο
που κάηκε γρήγορα.
Σαν ένα ουσιαστικό χωρίς κτητικό επίθετο
που μοιραία αγνοεί που ανήκει.
Το μυστικό κέλυφος του κόσμου.
Η θάλασσα.
Ό,τι μέσα στην τρέλα αυτής της νύχτας
συνεχίζω πάνω απ’ το αίμα μου,
πέρα απ’ το αίμα μου και τις νεφέλες
που τοιχίζονται στ’ όνομά μου,
σαν μια γιορτή που ξενυχτάω γυμνός
χωρίς ντροπή κάτω από τ’ άκαρδο φως
αυτού του πονεμένου φεγγαριού
που έσπαγε όλη μέρα με πέτρες
τις πόρτες απ’ τα όνειρά του
και έξυνε τις ουλές από το πρόσωπό του
με πιότερο μίσος για τον κόσμο
που το γέννησε,
ό,τι μέσα στη σάρκα μου και στο
ψυχρό μου συναίσθημα το εκτυφλωτικό
από μένα απαρνήθηκα
υψώνοντάς το σαν ένα μάγο σοφό
που κοίταζε λυπημένος
την καρδιά του να τρώνε τα κύματα
σαν τρωκτικά με τα μικρά τους μάτια
κοιτάζοντας
Αυτό υψώνω εδώ για τελευταία φορά,
ανερυθρίαστος συμμέτοχος
των πράξεων που δεν συμβαίνουν.
Ανοίγω τα παράθυρα προς τον κόσμο
προσέχοντας μη θρυμματίσω τα ξερά φύλλα
που είναι εκεί σταματημένα
από το περσινό φθινόπωρο.
Κοιτάζοντας τους μεγάλους ζωγράφους
στα σύννεφα προετοιμάζω
την ψυχή του νέου μου δωματίου.