Θυμάσαι τότε που, παιδιά παίζαμε κρυφτό
στις θημωνιές του κόσμου;
ό έρωτας ήταν η ουράνια φωνή, που καλούσε
τις ψυχές μας να κρυφτούν στις θηλές της τέρψης του,
κάθε φορά που σμίγαμε τα χέρια με λαχτάρα,
εκείνος κέντριζε τα χείλη μας με ερωτικό παλμό
και μας βάφτιζε στης έκστασης το αίμα,
τότε που δεν ξέραμε ότι το έλεγαν φιλί
και τρέμαμε μήπως το λένε αμαρτία,
η κατάρα, που στέλνει ο διάβολος, όπως μας έλεγαν,
εκείνοι που ήθελαν να εμποδίσουν την ένωση μας
με το άσπιλο,
μεθυσμένοι από του κάλλος του το νέκταρ,
αφοπλίζαμε τους φόβους μας.
Θυμάσαι
που κρυβόμασταν στου σύννεφου τις φυλλωσιές;
Δεν μας φόβιζαν του ύπνου τα φαντάσματα,
σαν τα κοιτούσαμε κατάματα,
από τους εφιάλτες του χρόνου μας προστάτευε,
το πρόσωπο του ήλιου,
τότε που το φεγγάρι σαγήνευε, ακόμα, τις καρδιές μας
και μας αναγεννούσε η ομορφιά του,
τότε που δεν ξέραμε ότι ήταν η θεά Σελήνη,
η θεά μήτρα της δημιουργίας και του έρωτα
προστάτιδα,
δημιουργία χωρίς ηδονική εκκόλαψη
λειτουργία είναι σκοτεινή, τελεσμένη.
στις εκδορές της ευλογίας.
Θυμάσαι
όταν σε εύρισκα στον ουρανό κρυμμένη;
Με αγωνία με ρωτούσες,
γιατί είναι τόσο μάκρυνα τα αστέρια;
Για να τα φτάνουν μόνο οι ψυχές, σου έλεγα,
τα σώματα τα μολύνουν όταν σαπίζουν.
Όταν σε εύρισκα στη γη κρυμμένη, επίμονα,
ρωτούσες ποιος έβαψε με της αγάπης τα χρώματα
τις θείες όψεις των ανθρώπων,
η φύση, απαντούσα, τη μορφή της
όταν προσπαθούσε να στολίσει
με τις αποχρώσεις της ελπίδας,
δίχως της Αφροδίτης τους χρωματιστούς αφρούς,
η φύση, έλεγα, ανέραστη και άδεια είναι.
Όταν σε εύρισκα κρυμμένη στου Άδη
τις απλωταριές
με ρωτούσες για του σκοταδιού
το αδηφάγο γέλιο και τις υλακές του τρόμου,
ό φόβος, απαντούσα, είναι αυτός που καταστέλλει
την ζωή και καταδικάζει σε αδράνεια. τον κομιστή της.
Και όταν σε εύρισκα κρυμμένη
στη φαντασία του ονείρου
απορούσες γιατί είναι τόσο ρευστό και διάφανο ,
η ελευθερία της φωνής του, έλεγα,
είναι άυλη, να μη την φιμώνουν ποτέ
οι τύψεις και οι απειλές της εξουσίας
και όχι το όνειρο το ίδιο.
photo: https://pixabay.com/el/