Σε ένα μικρό ψαροχώρι, εκεί όπου τα σπίτια μοσχοβολούν βασιλικό και οι άνθρωποι εξακολουθούν να έχουν μια απλότητα στη ζωή και στην καθημερινότητά τους, ζούσε ένα μικρό αγόρι, ο Νικόλας.
Η καρδιά του ήταν μεγάλη σαν τη θάλασσα που αγκάλιαζε όλο το χωριό. Του άρεσε να βοηθάει όσους ένιωθε ότι χρειάζονταν βοήθεια. Στο σχολείο μοιραζόταν το δικό του κουλούρι με τον συμμαθητή που δεν είχε πρόγευμα. Στον δρόμο, όταν συναντούσε τη γειτόνισσά του, την κυρία Ευγενία, που είχε προβλήματα με την υγεία της και ζούσε μόνη, έτρεχε κοντά της για να τη βοηθήσει να μεταφέρει τα ψώνια στο σπίτι της. Συχνά βοηθούσε και τον κύριο Γιάννη, τον ψαρά, να απλώσει και να ετοιμάσει τα δίχτυα του, όπως του άρεσε να βοηθά και τον πατέρα του που ήταν και εκείνος ψαράς.
Μια μέρα, όπως περπατούσε στην ακροθαλασσιά, βρήκε ένα όμορφο, μικρό γυαλιστερό κοχύλι που έλαμπε στον ήλιο και αποφάσισε να το κρατήσει γιατί ένιωσε ότι θα του έφερνε τύχη.
Πέρασαν οι μέρες και ένα πρωινό ο πατέρας του αρρώστησε σοβαρά και δεν μπορούσε να πάει για ψάρεμα. Η μανούλα του με όποια δουλειά έβρισκε, προσπαθούσε να καλύψει τις ανάγκες και τα έξοδα του σπιτιού, αλλά πολλές φορές δεν μπορούσε, έτσι συχνά την έβλεπε με δάκρυα στα μάτια.
Περπατώντας με θλίψη, πάλι στο αγαπημένο του ακρογιάλι ο Νικόλας , έβγαλε από την τσέπη του το κοχύλι και κρατώντας το σφιχτά σκέφτηκε πως δεν του έφερε τύχη. Τότε ένα δάκρυ κύλισε από τα μάτια του, μαζί με μια μεγάλη απογοήτευση, γιατί ένιωσε πως τώρα δεν μπορούσε να βοηθήσει την οικογένειά του.
Και εκεί που έχασε την ελπίδα του, από την άλλη μέρα άρχισαν να συμβαίνουν μικρά θαύματα.
Έξω από το σπίτι τους βρήκε ένα πανέρι με αυγά που άφησε η κυρία Ευγενία. Ο καλός φούρναρης του χωριού άρχισε να τους δίνει καθημερινά ψωμί χωρίς να ζητήσει χρήματα, αλλά και ο κύριος Γιάννης τους έδινε ψάρια από το καΐκι του και του είπε πως όταν νιώσει καλύτερα ο πατέρας σου και αναρρώσει θα τον βοηθήσω να ψαρεύουμε μαζί.
Δεν μπορούσε να πιστέψει αυτό το καλό ο Νικόλας που συνέβαινε ξαφνικά στη ζωή του και κρατώντας πάλι το κοχύλι του, σκέφτηκε πως ήρθε η τύχη.
Μα δεν ήταν το κοχύλι που έφερε το καλό, αλλά όλα εκείνα τα μικρά, που ήταν σημαντικά και είχε δώσει χωρίς αντάλλαγμα ο ίδιος στους άλλους, χωρίς να ζητήσει τίποτε πίσω.
Ο Νικόλας έμαθε πως ό,τι δίνεις με την καρδιά σου επιστρέφει. Ένα χαμόγελο, ένα χέρι βοήθειας, λίγη αγάπη, ταξιδεύει σαν το κύμα της θάλασσας και κάποια στιγμή ξαναγυρνάει πίσω. Όπως το φως του ήλιου που φεύγει με το δειλινό και επιστρέφει με την ανατολή. Ίσως όχι την ίδια μέρα, ίσως όχι με τους ίδιους ανθρώπους.
Έτσι είναι το καλό , δεν χάνεται. Γίνεται αγκαλιά, γίνεται ελπίδα. Μια σταγόνα καλοσύνης μπορεί να αλλάξει τον κόσμο γύρω μας, γιατί ό,τι δίνουμε με αγάπη ξανάρχεται σαν φως και επιστρέφει σε όσους το δίνουν σιωπηλά. Είναι το κοχύλι που μιλά σε όποιον έχει ανοιχτή καρδιά.
photo by Camera-man, https://pixabay.com
















































