Χτυπούσε με μανία τα πλήκτρα πάνω στο παλιό lap top. Ένα μονότονο τακ-τακ-τακ, και σε συχνά χρονικά διαστήματα με μια μεγαλύτερη ένταση. Το κουμπί του τελικού σίγμα είχε εγκαταλείψει τη θέση του, σαν ανυπάκουος στρατιώτης στα όρια του αντιρρησία συνείδησης. Είχε χαθεί, σε κάποια από τις μεταφορές του υπολογιστή, είχε ξεγλιστρήσει σαν τον επαγγελματία διαρρήκτη μέσα στην αχλή της νύχτας. Δεν πήγαινε πουθενά χωρίς να το βάλει από τη μασχάλη. Τον υπολογιστή και το βιβλίο της ημέρας.
Το ιώδες φως της οθόνης σαν να τον έλουζε, να τον βάπτιζε, να τον μετασχημάτιζε σε κάτι νέο ή έστω σε κάτι νεωτεριστικό. Έγραφε τις λέξεις, χωρίς να τις βουτήξει στο καζάνι της σκέψης, χωρίς ροή, χωρίς να τηρήσει γραμματικούς, συντακτικούς κανόνες και την ορθογραφία. Σαν παιδί που μόλις είχε ανακαλύψει το θαύμα της γραφής, της έκφρασης μέσω των λέξεων και με εκείνα τα πρωτόγνωρα συναισθήματα που τον κατέκλυζαν να προσπαθεί να τα αποτυπώσει στο χαρτί, με όποιον τρόπο, χωρίς να νοιάζεται για το αποτέλεσμα, η προσωπική του απόλαυση ήταν υπερκείμενη όλων.
«Πάλι μαλακίες γράφω» μουρμούρισε. «Από τότε που δέχτηκα να γράψω εκείνο το γαμημένο το κείμενο» ούρλιαξε και χτύπησε με οργή και με μανία το πληκτρολόγιο. Το «Α» βγήκε από τη θέση του. Το έπιασε χρησιμοποιώντας τον αριστερό αντίχειρα και τον δείκτη σαν λαβίδα, και το εξέτασε μια προσοχή όπως εξετάζει ένας φιλοτελιστής ένα σπάνιο γραμματόσημο.
«Τουλάχιστον, με τα τριάντα αργύρια, θα αγοράσω ένα καινούριο» υποτονθόρυζε την ώρα που το έβαζε πίσω στη θέση του το πλήκτρο.
Στο κάτω μέρος της οθόνης του υπολογιστή οι ηλεκτρονικές ψηφίδες στο μέρος όπου προοριζόταν για την ώρα σχημάτισαν τα τρία τεσσάρια. Συνειδητοποίησε πως είχε να κοιμηθεί είκοσι τέσσερις ώρες. Από τη στιγμή δηλαδή που είχε ολοκληρώσει την επιμέλεια του κειμένου και το είχε αποστείλει μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. Περίμενε πλέον την αμοιβή που θα ολοκλήρωνε την προδοσία του.
Ψαχούλεψε την επιφάνεια του γραφείου. Άδεια κουτάκια μπύρας, τσαλακωμένα στη μέση του, έτσι που χρειαζόταν προσπάθεια για να αναγνωρίσει τη μάρκα, είχαν καλύψει τη μισή επιφάνεια του γραφείου. Στη μια άκρη ο τρίτος τόμος του Χαμένου χρόνου, από πάνω σαν να συμπίεζε τον χρόνο το Ταξίδι στην άκρη τη νύχτας, και στην άλλη άκρη η Ιστορία της Καπότας, και τα Στιγμιότυπα. Σηκώθηκε και άρχισε να κάνει κύκλους γύρω από το γραφείο του. Το ξύλινο πάτωμα έτριξε. Στοιχειωμένος, καταραμένος, δαιμονισμένος. Έτσι ένιωθε. Σαν πρωταγωνιστής σε ιστορία του Πόε ή του Λάβκραφτ. Δεν ήξερε πως έπρεπε να αντιδράσει. Να πιάσει τα γέλια, να γελάσει μέχρι να πιαστούν οι μύες του προσώπου του; Να μείνει απαθής μπροστά στην επέλαση της καταστροφής, σαν μαρμαρωμένος, με τον πανικό να έχει καταλάβει ως αγαθό ή ως πονηρό—αδιάφορο ήταν— πνεύμα το κορμί του.
Στη βιβλιοθήκη πήρε το μάτι του το ιδιωτικό συμφωνητικό. Είδε την υπογραφή του. Ή αυτό που έμοιαζε σαν την υπογραφή του. Έτσι λιώμα που ήταν από τις μπύρες: Κάπου είχε διαβάσει πώς η μπύρα κάνει το χειρότερο μεθύσι. Και κάπου αλλού πως η μπύρα είναι το ποτό που έχει τις περισσότερες πιθανότητες να σε μαγέψει και να σε οδηγήσει από το χέρι, βήμα το βήμα, ποτήρι το ποτήρι στον ξεθυμασμένο κόσμο του αλκοολισμού. Σε εκείνο το απαίσιο πρωινό τρέμουλο απ’ την έλλειψη του, σε εκείνη την μόνιμη ερυθρότητα του δέρματος του προσώπου, σε εκείνα τα ξεσπάσματα οργής σε εκείνα τα ξεσπάσματα της θλίψης, ανάμεσα σε δάκρυα, οιμωγές και λυγμούς.
Είχε πουλήσει την τέχνη του. Μάταια προσπαθούσε μεθυσμένος να γράψει ένα κείμενο λογοτεχνικό που όλο και ξέφευγε και έμοιαζε σαν μια απολογία, μια ελεγεία εναντίωσης, μια συγγνώμη στον πνευματικό κόσμο που ένιωθε πως είχε προδώσει. Το κοίταξε πάλι. Οργισμένος. «Καριόλης, να τι είσαι καριόλης» τραύλισε.
Τρέκλισε την ώρα που προσπάθησε —πάλι χωρίς σκοπό— να κάνει τον γύρο του δωματίου. Πιάστηκε από το έπιπλο της βιβλιοθήκης. Έμεινε για μια στιγμή μετέωρος και ύστερα έπεσε πάλι. Προσπάθησε να μετριάσει την ένταση της πτώσης προσπαθώντας να σωθεί από το βαρύ έπιπλο. Εκείνο υπό το βάρος του κορμιού του τραμπαλίστηκε και τα βιβλία έφυγαν από τα ράφια, σαν τα τρομαγμένα χελιδόνια που φεύγουν στο άκουσμα μια τουφεκιάς.
Πρόλαβε να δει έναν χρυσό σκαραβαίο, δηλαδή το εξώφυλλο με αποτυπωμένο τον έντομο, να πέφτει πάνω και την αμέσως επόμενη στιγμή — τη δική του επόμενη στιγμή όπως την είχε αντιληφθεί μέσα στον δικό του χωρόχρονο— να μεταμορφώνεται σε εκείνο το έντομο, να πετάει με αγωνιώδεις κυκλοτερείς κινήσεις μέχρι που βγήκε στο μπαλκόνι, ισορρόπησε πάνω στα κάγκελα του τέταρτου ορόφου, μια φωνή μέσα του τον διέταξε να ανοίξει τα φτερά του και να πετάξει. Μεταξύ δεύτερου και πρώτου ορόφου είδε πρώτα τα νύχια των δακτύλων του, ύστερα τα δάκτυλά του, τα φτερά να γίνονται χέρια και ύστερα τίποτα, μαύρισαν όλα. Ένας ξερός κρότος στο τσιμέντο τού ακάλυπτου. Μια λίμνη αίματος. Ένα ουρλιαχτό. Ένα ξέπνοο τηλεφώνημα στην αστυνομία. Ο χρυσός σκαραβαίος είχε ξεβάψει χάνοντας την λαμπρότητά του.