Ο Γιάννης σηκώθηκε γρήγορα, από το κρεβάτι του χωρίς να δει την ώρα· ήξερε πως ήταν αργοπορημένος. Έπλυνε γρήγορα το πρόσωπο του, έβαλε τα ρούχα που φορούσε και χτες ρίχνοντας πάνω τους αρκετή κολόνια για να μην μυρίζουν απ’ τον ιδρώτα, ενώ έκανε βόλτες πάνω-κάτω, για να προλάβει να ετοιμαστεί μέχρι να πάει στη δουλειά του. Κοίταξε απ’ το παραθυράκι που βρισκόταν στη μέση του χολ, που ένωνε τα δύο δωμάτια. Ο ήλιος ήταν και πάλι λαμπερός, μία ακόμη υπέροχη ανοιξιάτικη μέρα.
Όταν όμως άνοιξε την πόρτα και βγήκε έξω από το διαμέρισμά του είδε μια απαίσια αιθαλομίχλη πάνω από όλη την κωμόπολη. Περπάτησε μέχρι τη δουλειά του. Στον δρόμο δε συνάντησε κανέναν. Αμέσως σκέφτηκε πως ίσως το εργοστάσιο να εκκένωσε την περιοχή λόγω κάποιου βιομηχανικού ατυχήματος. «Ναι! πρέπει να βρω προς τα που λένε οι πινακίδες πως πρέπει να πάμε! Εκεί θα είναι όλοι! Ας μην χρονοτριβώ άλλο! Πρέπει να φύγω γρήγορα, το πιθανότερο είναι εδώ να κινδυνεύει και η υγεία μου!» Έτσι σκέφτηκε και προχώρησε προς το κέντρο της πόλης, ψάχνοντας παράλληλα τις προειδοποιητικές πινακίδες που έβαζαν σε ασκήσεις ετοιμότητας, καθώς και σε περίπτωση που συνέβαινε κάποιο βιομηχανικό ατύχημα.
Τώρα ήταν ήδη στα μισά του δρόμου· το κατάλαβε γιατί βρισκόταν κοντά στο σπίτι της Μαρίας. Αλλά εκεί τίποτα δεν έδειχνε πως κάποιος εγκατέλειψε το σπίτι ύστερα από σύσταση του εργοστασίου. Μία εφημερίδα ήταν πάνω στο τραπέζι του μεγάλου μπαλκονιού – εκεί που συνήθως κάθονταν οι γονείς της Μαρίας, δίπλα είχε ένα φλιτζάνι γεμάτο τσάι που άχνιζε, πιο δίπλα ήταν ένα δοχείο γεμάτο με σοκολατένια κουλουράκια.
Αλλά όλα αυτά δεν μπορούσαν να τον κάνουν να ξεχάσει την απαίσια αιθαλομίχλη που γινόταν όλο και πιο πνιγηρή με μια μυρωδιά σαπίλας διάχυτη στην ατμόσφαιρα· γι’ αυτό ο Γιάννης εδώ και πέντε λεπτά τέντωνε συνεχώς το γιακά από το μπουφάν του.
Αποφάσισε να πάει από την πίσω μεριά του σπιτιού εκεί που ήταν και η εξώπορτα. Έτσι λοιπόν έκανε ένα κύκλο και βρέθηκε εκεί. Η πόρτα ήταν ανοιχτή, μόνο οι καλοκαιρινές σήτες υπήρχαν σε αυτήν ενώ μέσα η τηλεόραση έπαιζε κανονικά. Τελικά έβαλε στην άκρη τους ενδοιασμούς που είχε και μπήκε μέσα στο σπίτι. Σαστισμένος κοιτούσε γύρω του, όλα ήταν ανακατεμένα όπως κάθε μέρα που ο καθένας βρίσκεται στο σπίτι του, σαν οι ένοικοι του σπιτιού να είχαν εξαϋλωθεί τη στιγμή που όλα κυλούσαν φυσιολογικά χωρίς την παραμικρή διαφορά στο χώρο. Με περίσσια δόση ντροπής άρχισε να κάνει άνω-κάτω το σπίτι. Στο βάζο με τα λουλούδια το νερό ήταν σημερινό. Η γυάλα με το ψαράκι στο τραπέζι του σαλονιού ήταν γεμάτη τροφή. «ΝΤΑΝ-ΝΤΑΝ» Το ρολόι του τοίχου του σαλονιού έδειξε δύο. Ένοιωθε τόση ανατριχίλα από τον ήχο αυτού του ρολογιού με το εκκρεμές. «Μάλλον δεν πέρασε πολύ ώρα από τότε που ξύπνησα και βγήκα έξω» σκέφτηκε.
Βγήκε από το σπίτι σαστισμένος, κοιτούσε μπερδεμένος παντού, όλες οι εικόνες ήταν αναπάντεχα αλλόκοτες. Η παρτίδα σκάκι είχε αρχίσει στο τραπέζι ενός καφενείου, αλλά πουθενά οι άνθρωποι. Όλες οι μηχανές από τις καφετέριες ακούγονταν να δουλεύουν, από την παντελή έλλειψη ήχων από ανθρώπινη δραστηριότητα, οι σακούλες με τα κάθε λογής αντικείμενα ήταν αραδιασμένες γύρω από τα τραπέζια με τους καφέδες που άχνιζαν πάνω. Αλλά πουθενά όσο και αν περπάτησε, δεν υπήρχε κανένας άνθρωπος, μόνο αυτή η απαίσια αιθαλομίχλη υπήρχε στους δρόμους. Πώς δεν ήταν γεμάτα απ’ αυτήν τα σπίτια; Αυτό δεν μπορούσε να το εξηγήσει. Ένας κρύος ιδρώτας άρχισε να σαρώνει το κορμί του και η ραχοκοκαλιά του έτρεμε ολόκληρη. Δεν ήξερε από πού να φύγει. «ΝΤΑΝ-ΝΤΑΝ» Ακούστηκε το ρολόι του καμπαναριού της εκκλησίας. «Αδύνατον!» φώναξε δυνατά γεμάτος φόβο· «αφού πριν λίγο ήταν δύο η ώρα, τώρα! Πρέπει να πέρασε σίγουρα μισή και πλέον ώρα!»
Στην αρχή με ελαφριά βήματα, και μετά με όλο και πιο γρήγορα έτρεχε: «τι στο διάβολο συμβαίνει» σκέφτηκε. Άρχισε να τρέχει όσο πιο γρήγορα μπορούσε προς το εργοστάσιο, ήθελε να δει τι συνέβη. Ήταν τρομοκρατημένος από αυτήν την κατάσταση. Άκουσε κάποιον να φωνάζει από κάπου μακριά, αλλά δεν έδωσε σημασία και συνέχισε να τρέχει. Σταμάτησε λαχανιασμένος για να ηρεμήσει. Τότε άκουσε προσεκτικά μία φωνή που τον ρωτούσε: «Γιάννη είσαι νεκρός πως περπατάς ανάμεσα μας;» «Γιάννη είσαι νεκρός πως περπατάς ανάμεσα μας;». Τα χέρια του μούδιασαν, το κεφάλι του άρχισε να πονάει, άκουγε την καρδιά του να χτυπά δυνατά από τον τρόμο αλλά η αλλόκοτη αυτή ατμόσφαιρα δεν άλλαζε με τίποτα.
«Θα πάω στην εκκλησία! Εκεί στον Οίκο του Θεού δεν υπάρχουν τέτοιοι δαίμονες!» έτσι λοιπόν έτρεξε για την εκκλησία. Όταν έφτασε εκεί έβαλε και τα δύο χέρια του πάνω στη μεγάλη γοτθική εξώπορτα και άνοιξε και την αριστερή και τη δεξιά πόρτα και μπήκε μέσα. Στο νάρθηκα τα μανουάλια ήταν γεμάτα με αναμμένα κεριά, και μέσα βρισκόταν πολύς κόσμος, όλοι ντυμένοι στα μαύρα. Στο κέντρο ήταν η σωρός ενός νεκρού. «Αποκλείεται εγώ περπατάω!» μονολόγησε ψιθυριστά ο Γιάννης, αλλά οι φωνές πάντα συνέχιζαν κάνοντας τον πιο νευρικό στις κινήσεις του. Μέσα στην εκκλησία όπως στο σπίτι του, και στο σπίτι της Μαρίας, και στα καφενεία, δεν υπήρχε καθόλου αυτή η απαίσια αιθαλομίχλη. Αλλά το φως ερχόταν παραμορφωμένο μέσα από τα κόκκινα, πράσινα, κίτρινα και κάθε λογής χρώματος παράθυρα της ορθόδοξης εκκλησίας. Οι Άγιοι από τους τοίχους κατασκόπευαν με το αυστηρό βλέμμα τους όλους τους ανθρώπους.
Όλοι έκλαιγαν για τον νεκρό, προκαλώντας έναν απαίσιο βόμβο που αντηχούσε μέσα σε όλο το μητροπολιτικό ναό. Και ναι! τα μοιρολόγια ήταν για τον Γιάννη! Χωρίς να σκεφτεί απολύτως τίποτα έτρεξε στη σωρό και λίγα βήματα πριν κοιτάξει μέσα στο φέρετρο τέντωσε τα χέρια του πιάνοντας το· με το κεφάλι να απέχει μερικά εκατοστά από το αντίκρισμα των ματιών. Μόλις αντίκρισε τα μάτια σηκώθηκε με τα χέρια σε σχήμα γροθιάς, η κάσα είχε μπει μέσα στον τάφο, και το μόνο που χρειαζόταν για το τέλος της κηδείας ήταν το θάψιμο του Γιάννη. Από εκεί βγήκε ο Γιάννης έξαλλος, βρίζοντας συνέχεια για την βλακεία να τον θάψουν ζωντανό.
Στο σπίτι του ο γιατρός του είπε πως είχε πάθει υπογλυκαιμικό σοκ και νόμισαν πως ήταν νεκρός. Ήταν τυχερός που δε θάφτηκε ζωντανός και γλίτωσε την τελευταία στιγμή. Για την αλλόκοτη ιστορία του δεν είπε τίποτα σε κανέναν.
photo FelixMittermeier / https://pixabay.com/el/