Απόψε ακούω το χλιμίντρισμα
απ΄ τ’ άσπρο το φαρί του Αη Γιώργη
έτσι καθώς άφοβα στέκεται
μπροστά στον δόλιο δράκο
Εκείνα τα κεκραγάρια πεθύμησα
παραμονή της εορτής του
στων βράχων τις φωλιές
και την εικόνα μιας πόλης κοιμωμένης
ειρηνικά στα πόδια τους
Απόψε εισβάλλεις στο μυαλό μου εσύ
και ο παλιομοδίτης έρωτάς σου
και παραδόξως
ο Καραϊσκάκης -Γεώργιος κι αυτός-
με το συκώτι λαβωμένο
βρίζοντας
κι εκείνη η Κομνηνή η ανεπανάληπτη
που μέρες και μέρες
με εκστασίαζε με τη μανία της
να γράφει θουκυδίδεια
Απόψε όλα αναδεύονται περίεργα
μέσα μου
Τμήμα του χρόνου άτμητο
και ‘γω τμητή και μοιρασμένη
φρέσκο αντίδωρο
κάποιας αρχαίας λειτουργίας
που ξαφνικά
σταμάτησε
Παγώνει η μνήμη ;
Θα περάσει κι αυτή η άνοιξη
Με κοφτερό σπαθί στο χέρι
θα ανοίξει δρόμο
μέσα στους άγριους βατιώνες
και θα μυρίζει από μακριά
ανήμερη θάλασσα
Θα σκάβει τάφους μικρούς
να θάψει τα μυστικά της
και κάτω απ’ τα λαμπρά φουστάνια
θα κρύβει τις ωδίνες της
Απόψε
αν και Απρίλης στα μεσούρανα
ανάβω τη φωτιά
στο μαύρο τζάκι
καίγοντας όλα μου τα ποιήματα
Όχι επειδή κρυώνω
Κατάστηθα με πέτυχε φέτος
το ”δεύτε λάβετε φως”
Δεν διαψεύδεται τόση χαρά
Μα να που απόψε συστέλλομαι απίστευτα
Μικρό κορίτσι εννιά χρονών
εννιά χαρών
εννιά λυγμών
διπλώνομαι στην ποδιά της
Κι ακούω τον άγιο ψίθυρο
της ηπειρώτισσας γιαγιάς μου
” Μη φοβάσαι, κόρη μου…
τα λέπια του δράκου μοναχά
απόμειναν να θυμίζουνε το φοβερό κορμί του…”
[Φ.Β. 02004023 ”ΑΞΟΔΕΥΤΟ ΦΩΣ” 2018-2020 ]
Photo
dimitrisvetsikas1969 / https://pixabay.com