Η έρημος που περπατώ είναι η μοναξιά μου
κι είχα μονάχα μια πληγή παντοτινά μπροστά μου.
Δεν την φοβήθηκα ποτέ
αιώνες την περπάτησα
σαν τη σκιά με κυνηγά
απ’ την ώρα που ξεστράτησα.
Απομεινάρεια των Θεών και των βωμών του κόσμου
απλώθηκαν και νύχτωσαν μες’ τα τυφλά εμπρός μου.
Σε ράχες στον Όλυμπο ψηλά
και στούς Δελφούς του ονείρου,
μόνο μια στάση η μοναξιά
στην άκρη της Ηπείρου.
Σε μιά κολώνα ξαφνικά ήλθε ακουμπισμένος
και ξεπετάχτηκε θεός στη γη αλαφιασμένος.
Λόγια του Ομήρου αναπολώ
με μιαν ολόλευκη άκρη
και στέκομαι ακομα εκεί
που με καλεί το δάκρυ.
Και είναι η έρημος βαθειά στη γή σημαδεμένη
και χύνεται η αργή χαρά στο νού μου κουρασμένη.
Όαση δεν έχει πουθενά
μόνο στού νού το πέρας,
να γείρω το κεφάλι μου
να με εκτιμά ο αγέρας…………..